Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

ΤΙ ΕΙΔΕ Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ


( Γράφτηκε από την Loukritia )

Άλλη μια μέρα ξημέρωσε και σήμερα, με τον ήλιο να ξεπροβάλει σιγά σιγά
και δειλά πίσω από κάποια γκρίζα σύννεφα, θαρρείς και ήθελε, να τους 
ζητήσει την άδεια αν μπορούσε να βασιλέψει σήμερα. Η απόφαση δεν είχε 
βγει ακόμα, προς το παρόν τουλάχιστον.
Όλα έδειχναν, ένα συνηθισμένο πρωινό σε μια μεγάλη πόλη.
Τα μαγαζιά άνοιγαν σιγά σιγά το ένα μετά το άλλο, οι μεγάλοι ξεκινούσαν για 
να πάνε στις δουλειές τους, τα παιδιά, με τις τσάντες περασμένες στους ώμους 
για το σχολείο.


Η μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, από τους διάφορους γειτονικούς φούρνους, 
πλανιόταν στον αέρα και έσπαγε τις μύτες όλων όσων ήταν στους δρόμους εκείνη 
την ώρα. Πολλοί μάλιστα ήταν αυτοί που έβγαιναν, κρατώντας το φρέσκο ψωμί.
Από τη γωνία μιας πολυκατοικίας, ξεπρόβαλε ο Χασάν, ένα δεκαοχτάχρονο 
παλικαράκι, αδύνατο πολύ και καταβεβλημένο. Το τσουχτερό κρύο, τον έκανε 
να περπατά μαζεμένο και σκυφτό, αφού τα ελάχιστα ρούχα που φορούσε δεν ήταν 
αρκετά για να τον προστατέψουν.
Ο Χασάν είχε έρθει μαζί με άλλους έξι συμπατριώτες του, από το Αφγανιστάν, 
στοιβαγμένοι στο κάτω μέρος ενός φορτηγού. Οι συνεχείς διαμάχες, οι βομβαρδισμοί 
και ο χαμός όλης της οικογένειάς του, έκαναν το Χασάν να αποφασίσει να φύγει από 
τον τόπο που γεννήθηκε, μήπως, και καταφέρει μια πιο ανθρώπινη ζωή, χωρίς τον 
καθημερινό φόβο να πεθάνει από κάποια έκρηξη βόμβας, καταπλακωμένος στα 
χαλάσματα κάποιου κτηρίου.
Στην αρχή, όταν είχε φτάσει στη μεγάλη πόλη, είχε βρει καταφύγιο και φαγητό σε 
ένα κοιτώνα για άστεγους. Επειδή όμως, και στις άσχημες στιγμές της ζωής επικρατεί 
ο πιο δυνατός, ο Χασάν αναγκάστηκε να φύγει από κει, ψάχνοντας ταυτόχρονα για 
καμιά δουλειά ή να κάνει οποιοδήποτε θέλημα κάποιου.
Το κρύο, που του περόνιαζε τα κόκαλα και το ένιωθε σε όλο το κορμί του, κάπως 
το άντεχε, λίγο το περπάτημα, λίγο το σφίξιμο των χεριών γύρω από το σώμα του, 
το πάλευε.
Η πείνα όμως;
Η πείνα δεν παλεύεται με τίποτα, υπερνικά τα πάντα, φέρνει μαζί με τα γουργουρητά, 
ζαλάδα, αδυναμία, θολώνει ο νους.
Περνώντας από ένα καφέ-σνακ ο Χασάν σταματάει και χαζεύει απ΄έξω τους πελάτες 
που κάθονται στα τραπεζάκια του μαγαζιού. Κούπες μεγάλες με ροφήματα ζεστά, 
πιάτα με διάφορες πίτες και γλυκά, ψωμάκια αχνιστά και κουλουράκια σε όλα τα 
μεγέθη , βάζουν σε πειρασμό το παιδί.
Και τι δε θα ΄δινε για ένα ψωμάκι αλειμμένο με βούτυρο!
Φεύγει, με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει.
Μπαίνει στο στενό που είναι η πόρτα μια πολυκατοικίας. Ξέρει ότι, στο υπόγειό της, 
μένει μόνος του ένας γεράκος, τον έχει δει τόσες φορές από το μοναδικό μικρό 
παράθυρο, που βρίσκεται κάτω στο δρόμο , δε μπορεί να κάνει λάθος.
Περνάει αμέριμνος, - δε θέλει να δώσει στόχο σε περαστικούς- με το κεφάλι σκυφτό, 
φροντίζοντας όμως να παρατηρήσει ότι η κουρτίνα στο παράθυρο είναι λίγο τραβηγμένη, 
που σημαίνει ότι ο ηλικιωμένος, βρίσκεται στο σπίτι. Από το ελάχιστο άνοιγμα, τον 
βλέπει να κάθεται σε μια πολυθρόνα και να παρακολουθεί τηλεόραση. Δίπλα του, 
ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας, βρίσκεται το μπαστούνι του.
Περιμένει κάποιον να ανοίξει την εξώπορτα για να χωθεί και αυτός, έτσι, σα να μη 
συμβαίνει τίποτα.
Φτάνει μπροστά στη πόρτα του διαμερίσματος του γέρου. Τα γουργουρητά στο στομάχι 
του έχουν μετατραπεί σε κενά, και ο φόβος μαζί με την αδυναμία από τη πείνα, τον 
έχουν παραλύσει.
«Τι πάω να κάνω; Αλλάχ…. δεν είμαι εγώ!» σκέφτεται ο Χασάν φοβισμένος.
Όμως, η πείνα τον κάνει αυτόματα να χτυπήσει το κουδούνι. Από μέσα ακούει το 
παρουσιαστή που μιλάει στη τηλεόραση καθώς πλησιάζουν τα βήματα του γεράκου 
πού τα σέρνει σιγά σιγά προς τη πόρτα.
Ο Χασάν παίρνει βαθιά ανάσα και τη στιγμή που ο άμοιρος γέρος ανοίγει τη πόρτα, 
ορμάει, του αρπάζει το μπαστούνι που κράταγε και τον χτυπά με δύναμη στο κεφάλι 
όπου και σωριάζεται.
Δε χάνει καθόλου καιρό. Μπαίνει μέσα, κλείνει αμέσως την πόρτα και κλείνει εντελώς 
τη κουρτίνα στο παράθυρο. Ύστερα ανασηκώνει τον παππούλη και τον βάζει έτσι 
αναίσθητο όπως είναι πίσω στη πολυθρόνα.
Ξεκινάει και ψάχνει τις τσέπες του γέρου και βρίσκει το μικρό πορτοφόλι του όπου 
μέσα υπάρχουν, δεκατρία euro. Τα παίρνει, ξαναβάζει το πορτοφόλι στη τσέπη και 
κάνει να φύγει…όμως, γυρίζει, ξεκρεμάει τη κουρτίνα με ένα δυνατό τράβηγμα 
λέγοντας γεμάτος ντροπή για αυτό που μόλις είχε κάνει.
«Αρκετά είδες.» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !