Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Σας αγαπώ όσο όλοι οι σκουπιδοτενεκέδες μαζί

Άσκηση δημιουργικής γραφής: ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ
Με αφορμή την πρώτη σελίδα του βιβλίου ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ των
Τομ ΜακΡέϋ-Έλενα Οδριόθολα, εκδόσεις Καστανιώτη

Η αρχή:
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΪ, ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΝΈΙΤ, ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΚΡΕΜΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΖΕ ΕΠΙΜΟΝΑ. ΚΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΝΈΙΤ ΗΡΘΕ ΤΑ ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΟ ΑΠΙΘΑΝΟ ΤΡΟΠΟ...

Συνεχίστε το παραμύθι. Για παιδιά ηλικίας έως 7 ετών.

Της Ελεάννας Μάνεση



Βρίσκεται σε ένα σπίτι με πολλά δωμάτια και πεντακάθαρο. Όλα είναι τοποθετημένα στη θέση τους. Άρα δεν είναι σπίτι του. Το σπίτι του ήταν διαφορετικό. Οι γονείς του. Μόνο που είναι διαφορετικοί. Είναι ψηλότεροι και με ασυνήθιστα ρούχα. Ο πατέρας του φοράει ένα γκρι κουστούμι, με ροζ πουκάμισο, μαύρα παπούτσια και ένα γκρι καπέλο με αληθινά φτερά. Η μητέρα του φοράει ένα άσπρο φόρεμα με κόκκινα λουλούδια, κόκκινα παπούτσια και ένα καπέλο με αληθινά λουλούδια. Μάλλον είναι έτοιμοι για επίσκεψη σκέφτεται ο Νέιτ και κοιτάζει περίεργα τα καπέλα     

- Θες να φας πρωινό;  τον ρωτάνε.
- Ναι,θέλω απαντάει με ενθουσιασμό.
Πάνε στην τραπεζαρία. Στο τραπέζι βλέπει φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι, ψωμί,βούτυρο,μαρμελάδα,μέλι και μια ομελέτα. Κοιτάει το τραπέζι ενθουσιασμένος. Τρώει σαν να έχει να φάει μέρες. Οι άλλοι γονείς δεν συνήθιζαν να ετοιμάζουν πρωινό. Μόνο ένα ποτήρι γάλα. Οι γονείς του του λένε ότι μόλις τελειώσει θα πάνε βόλτα στην εξοχή. Οι άλλοι γονείς δεν είχαν ποτέ χρόνο για βόλτες. Τελειώνει το πρωινό του και ξεκινάνε για τη βόλτα. Ο καιρός είναι ιδανικός. Ούτε πολύ ζέστη ούτε πολύ κρύο. Είναι άνοιξη. Γύρω του οι τριανταφυλλιές, οι αμυγδαλές, οι κερασιές ολάνθιστες. Πάνε και κάθονται κάτω από μία κλαίουσα ιτιά δίπλα σε μια λίμνη. Μέσα στη λίμνη πλατσουρίζουν πάπιες και χήνες. Ο Νέιτ πάει και τις ταίζει με κομματάκια ψωμί. Οι γονείς κάθονται και διαβάζουν.

Ο ουρανός σκοτεινιάζει, τα δέντρα ξεραίνονται, η λίμνη εξαφανίζεται. Οι γονείς μεταμορφώνονται σε γέρους, με καμπουρα και με κουρελιασμενα ρουχα. Είναι μία μάγισσα και ένας μάγος. Ο Νέιτ νοιώθει φοβισμένος και ανήμπορος. Αρχίζει να τρέχει αλλά του κλείνουν το δρόμο τα δέντρα. Πίσω του τρέχουν η μάγισσα και ο μάγος. Τον έχουν σχεδόν φτάσει. Καθώς τρέχει βλέπει έναν παπαγάλο με πολύχρωμα φτερά να έρχεται καταπάνω του. Τον αρπάζει τον βάζει στην πλάτη του και αρχίζει να πετάει. Ο Νέιτ όμως φοβάται το ύψος. Αρχίζει να φωνάζει.

- Βοήθεια, πέφτω. Ας με βοηθήσει κάποιος.
Νοιώθει ένα τράνταγμα. Νομίζει ότι θα πέσει. Κλείνει τα μάτια του. Όταν τα ανοίγει βλέπει τους γονείς του να τον κοιτούν ανήσυχοι αλλά χαμογελαστοί. Τους χαμογελάει και αυτός. Καταλαβαίνει ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Ένα κακό όνειρο. Σκέφτεται πόσο τυχερός είναι που η Άννα και ο Δημήτρης είνα οι γονείς του. Έχουν ελαττώματα αλλά δεν τον πειράζει.

- Σας αγαπάω όσο όλοι οι σκουπιδοτενεκέδες της γης, τους λέει.
- Και εμείς σε αγαπάμε του απαντάνε χαμογελώντας.




Χάνεις μια Εβελίνα, κερδίζεις έναν Θανάση


Εκείνο το πρωί, όταν ξύπνησε ο Νέιτ, το Αντίθετο κρεμόταν απ΄ το ταβάνι και τον κοίταζε επίμονα.  Κι από εκείνη τη στιγμή η μέρα του Νέιτ ήρθε τα πάνω κάτω με τον πιο απίθανο τρόπο…

Tης Άντας Ευαγγέλου


Σηκώθηκε και τράβηξε ίσια για την τουαλέτα.  Κόσμος απ’ έξω περίμενε και όλοι φώναζαν στον από μέσα να κάνει γρήγορα.  Μόνο χαρτάκι προτεραιότητας δεν κρατούσαν όπως στις τράπεζες.  Πού να τα βάλει με όλους αυτούς;  Άλλαξε δρομολόγιο και πήγε προς την κουζίνα.  Κουτουλώντας στις γωνίες – τι τα θέλουν τόσα έπιπλα μέσα στις κουζίνες – άνοιξε το ντουλάπι με το ένα χέρι να πάρει τα δημητριακά και το ψυγείο με το άλλο για να πιάσει το γάλα.  Το πρώτο χέρι τα κατάφερε.  ΄Επιασε το κουτί και το έβαλε στο τραπέζι.  Το δεύτερο όμως;  Πάγωσε μέσα στο ψυγείο να ψάχνει για γάλα σε όλες τις θήκες, αλλά τίποτα!  Πουθενά το άσπρο μαγικό υγρό που τον χόρταινε κάθε πρωί.

«Μαμάααααα!  Γάλα δεν έχουμε;» φώναξε αγριεμένος.

«Διαμάντη, πάλι δεν πήρες γάλα; Μα τι πήρες επιτέλους; Όλο αηδίες ψωνίζεις από το σούπερ μάρκετ και μετά λες γιατί γκρινιάζω!» άρχισε ο εξάψαλμος της μαμάς που ξέχναγε τέτοιες ώρες ότι ο μπαμπάς  τους, ο Διαμάντης, ήταν κάτι πολύτιμο.  Θα το ξαναθυμόταν όταν θα έβλεπε καμιά ωραία τσάντα, που δε θα ήταν αηδία, αλλά αριστούργημα.

Ο Νέιτ έκλεισε την πόρτα.  Αυτό το έργο το είχε δει πολλές φορές, αλλά πρωί πρωί δεν είχε όρεξη για σινεμά.  Άρχισε να μασουλάει ξερά τα δημητριακά, ήπιε και λίγο νερό για να φουσκώσουν και… όρθιος! Δεν είχε καιρό για χάσιμο.  Ήταν η μεγάλη μέρα!  Θα πήγαιναν εκδρομή και θα έβρισκε ευκαιρία να πλησιάσει επιτέλους την Εβελίνα που τόσο καιρό στο σχολείο δεν τα κατάφερνε.  Μπήκε φουριόζος στο δωμάτιό του, φόρεσε τα ρούχα που είχε διαλέξει χθες μετά από πολλή σκέψη και έψαξε στο κομοδίνο για το τζελ των μαλλιών.  Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.   Το σωληνάριο ήταν τελειωμένο και χωρίς καπάκι. 

«Δημήτρηηηηηηηη!  Βασίληηηηηηηηηη!  Άμα σας πιάσω στα χέρια μου, θα σας διαλύσω!  Έχω πει να μην πειράζει κανείς τα πράγματά μου εδώ μέσα!» ούρλιαζε στα δύο μικρότερα δίδυμα αδέρφια του που ανακάτευαν συνέχεια τα συρτάρια του.  «Μπαμ!» ακούστηκε να κοπανάει μια πόρτα κι ύστερα ένα κλειδί που κλείδωνε από μέσα.  Οι μικροί ήξεραν ότι το εννοούσε και δεν είχαν άλλη επιλογή για να γλιτώσουν.  Ακολούθησε η γνωστή κατήχηση από τους γονείς του για το πώς πρέπει να φέρονται μέσα στο σπίτι, αλλά όταν άρχισαν να ρίχνουν ο ένας τις ευθύνες στον άλλο που έγιναν έτσι τα παιδιά, ο Νέιτ την κοπάνησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.



Όλα πήγαν ανάποδα

Της Κατερίνας Μπελεσάκου

Η μητέρα του ετοίμαζε το πρωινό. Τον φώναξε κ ο Νέιτ πλύθηκε κ κατέβηκε βιαστικά. Άνοιξε το ψυγείο για να πάρει το γάλα αλλά η οργισμένη φωνή της μητέρας του τον σταμάτησε:

-Σου ΄χω πει εκατομμύρια φορές πως δεν θέλω να πίνεις γάλα το πρωί. Φάε πρώτα όλα τα γλυκά σου και, αν είσαι καλό παιδί, στο τέλος της ημέρας  θα σου δώσω να πιεις ένα ποτήρι γάλα.

Ο Νέιτ κοίταξε σαστισμένος την μητέρα του αλλά  το απότομο ύφος της δεν του άφησε πολλά περιθώρια αντίδρασης κ στρώθηκε στο τραπέζι για να γευτεί τις τάρτες κ τις πάστες, την αγαπημένη του σοκολατόπιτα κ τα παγωτά, που ήταν αραδιασμένα στο τραπέζι της κουζίνας.

            Βαρυστομαχιασμένος σηκώθηκε για να ετοιμαστεί για το σχολείο. Δεν πρόλαβε να χτενίσει τα μαλλιά του και τρέχοντας για να προλάβει το σχολικό ξέχασε και την τσάντα του, όπως το συνήθιζε άλλωστε. Η μητέρα του όμως καθόλου δεν γκρίνιαξε κ δεν τον μάλωσε, όπως άλλες φορές. Αντίθετα, του πέταξε την τσάντα κ του έστειλε από μακριά ένα γλυκό φιλί.

            Ασθμαίνοντας κ με ανάκατα τα πυρόξανθα μαλλιά του έφτασε στην στάση του λεωφορείου πάνω στην ώρα. Η συμπεριφορά της μητέρας του ήταν πολύ περίεργη σήμερα αλλά δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε άλλο καθώς έφτασε το λεωφορείο κ έτρεξε να  χωθεί στην θέση του.

            Το λεωφορείο ξεκίνησε. Ο Νέιτ κοίταξε έξω από το παράθυρο και τότε αντίκρυσε πάλι το Αντίθετο να κάθεται απέναντί του έξω από το τζάμι κ να του χαμογελά κ κατάλαβε ..

            Το σχολικό έφτασε στην αυλόθυρα του σχολείου κ οι μαθητές ξεχύθηκαν στο προαύλιο. Το κουδούνι χτύπησε και ο Νέιτ μπήκε στην τάξη. Δεν είχε ετοιμάσει την εργασία του πάλι κ η δεσποινίς Ελίνα θα του έκανε παρατήρηση. Θα τον κοιτούσε αυστηρά πάνω από τα μαύρα, κοκκάλινα γυαλιά της και θα κουνούσε με αποδοκιμασία το κεφάλι της με τον σφιχτοδεμένο κότσο.  Έψαχνε να βρει μια πειστική δικαιολογία.

-Διάβαζα τα μαθήματά μου στο τραπέζι της κουζίνας κ το μαχαίρι έπεσε πάνω στο τετράδιο κ έκοψε την σελίδα με την εργασία. Καταπληκτικό! Πώς δεν το ΄χε σκεφτεί νωρίτερα;!

            Η δεσποινίς Ελίνα μπήκε στην τάξη αλλά κάτι είχε αλλάξει. Σήμερα, ήταν περίεργα κεφάτη. Τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους της κ ένα χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

-Σήμερα, παιδιά, θα κάνουμε κάτι διαφορετικό. Θα σας δώσω μπογιές για να ζωγραφίσετε ή θα γράψετε ποιηματάκια.

-Ααααα! έκαναν όλα τα παιδιά μαζί κατενθουσιασμένα.

Ούιιιι – Ούιιιι

Εκείνο το πρωί, όταν ξύπνησε ο Νέϊτ, το Αντίθετο κρεμόταν από το ταβάνι και τον κοίταζε επίμονα. Κι από εκείνη τη στιγμή η μέρα του Νέϊτ ήρθε τα πάνω κάτω, με τον πιο απίθανο τρόπο.

Της Μαρίνας Κελεσίδου

 

 


Όταν το κοίταξε πρώτη φορά νόμιζε ότι τα μάτια του έκαναν κυριολεκτικά πουλάκια. Τα έτριψε καλά-καλά και τα γούρλωσε προς το ταβάνι. Το κίτρινο πουλάκι με το φούξια ράμφος και τις όρθιες τρίχες, όχι μόνο κρεμόταν στο ταβάνι αλλά έκανε κωλοτούμπες και γυρνούσε στο αρχικό του σημείο. Ο Νέιτ παραξενεύτηκε. ΄Επειτα του χαμογέλασε. ΄Ηταν πολύ διαφορετικό από τα πουλάκια που είχε δει στο πάρκο και στο εξοχικό. ΄Εβγαζε και περίεργους θορύβους. Αντί να κάνει «τσίου-τσίου», κάθε φορά που έκανε κωλοτούμπα έλεγε «ούιιιιιιιιιι» με τρόπο τσιριχτό.

«Μα πρέπει οπωσδήποτε να το πιάσω και να το αφήσω να κάνει κωλοτούμπες στο χέρι μου», σκέφτηκε ο Νέιτ. «Θα το πάρω μαζί μου να το δείξω στα άλλα παιδιά και θα έχει πολύ πλάκα. Γιατί η Μαίρη έχει σκύλο και ο Τόνι γάτα; ΄Εγω θα έχω ένα παράξενο πουλάκι που κάνει κωλοτούμπες και «ούιιιιιιιι-ούιιιιιι». Ενώ τα κανονικά πουλιά δεν τα κάνουν αυτά!». Μα να το πιάσει μόνος του δε μπορούσε. Ήταν ψηλά. ‘Ετρεξε γρήγορα στη μαμά του να την παρακαλέσει να τον βοηθήσει. Την τράβηξε από το μανίκι και φώναζε.

«Μανούλα, ένα κίτρινο ούιιιι-ούιιι, με κωλοτούμπες και φούξια στο ταβάνι…..το θέλω, το θέλω, έλα να το πιάσεις να το βάλεις στο χέρι μου». Η μητέρα του δε κατάλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά πήγε στο δωμάτιο του με μεγάλη περιέργεια, να δει αυτό που ενθουσίασε το γιο της. Κοίταξε ψηλά, εκεί που της έδειχνε ο Νέιτ, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν το ταβάνι, σκέτο, με το φωτιστικό.

«Παιδί μου τι καμώματα είναι αυτά; Δεν υπάρχει τίποτα στο ταβάνι. Τι έπαθες;» Ο Νέιτ βέβαια συνέχιζε να δείχνει το ταβάνι και να φωνάζει τα ακαταλαβίστικά του. Θύμωνε ακόμα περισσότερο δε που η μαμά του έκανε ότι δεν το έβλεπε.

«Νέιτ, δεν τη γλιτώνεις. Εμπρός, ντύσου, πλύσου, να πιεις και το γάλα σου για να φύγουμε», του είπε.

Μα πως μπορούσε να μη την συναρπάζει το ούιιιιι-ούιιιι και να θέλει να κάνει  ότι κάνει κάθε πρωί;

«Δεν κάνω τίποτα. Δεν πάω πουθενά χωρίς το ούιιι-ούιιι» είπε ο Νέιτ και φυσικά η μητέρα του νεύριασε.

«Νέιτ, μη μουλαρώνεις. ΄Εχεις δέκα λεπτά να ντυθείς και να έρθεις στην κουζίνα».

Το «ούιιι-ούιιι» έκανε μια κωλοτούμπα, τσίριξε, και πήρε φόρα για το κεφάλι της μητέρας του. Στην αρχή ο Νέιτ τρόμαξε ότι θα της κάνει κακό. Ηρέμησε όμως όταν το είδε να κάνει απλά κωλοτούμπες στο κεφάλι της. Αυτή όμως δε αντέδρασε. «Μα τι στο καλό γίνεται;» Απόρησε ο Νέιτ.  Και ακριβώς τη στιγμή που η μαμά του κατευθυνόταν προς την πόρτα για να φύγει και το «ούιιι-ούιιι» χοροπήδαγε πάνω από το κεφάλι της, έγινε το πρώτο θαύμα της ημέρας. Ξαναγύρισε πίσω, χαμογέλασε στον Νέιτ και του είπε:

«Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια, αφού το θέλεις τόσο πολύ, μπορείς να κάτσεις εδώ και να μην κάνεις τίποτα». Ο Νέιτ ξαφνιάστηκε. Ανέβηκε στο κρεβάτι του και την έβλεπε να φεύγει ενώ το «ούιιι-ούιιι» επέστρεψε στο ταβάνι. ΄Ηταν σίγουρος ότι η μητέρα του, του έκανε πλάκα. Η ώρα περνούσε και ο Νέιτ περίμενε από στιγμή σε στιγμή να μπει η μαμά του και να τον πάει σηκωτό στο μπάνιο. Το «ούιιι-ούιιιι» συνέχιζε να χοροπηδά. Λίγο αργότερα, έχασε την υπομονή του και πήγε να την βρει αυτός. Το «ούιι-ούιιι» τον ακολούθησε. Την πέτυχαν στην κουζίνα να μαγειρεύει και να σιγοτραγουδά αμέριμνη. Το «ούιιι-ούιιι» πέταξε αμέσως πάνω στο κεφάλι της και άρχισε τα κόλπα του πάλι.


Tιεν όπως λέμε Νέιτ


Εκείνο το πρωί, όταν ξύπνησε ο Νέιτ, το Αντίθετο κρεμόταν απ’το ταβάνι και τον κοίταζε επίμονα. Κι από εκείνη τη στιγμή η μέρα του Νέιτ ήρθε τα πάνω κάτω με τον πιο απίθανο τρόπο…


 

Της Δώρας Δόριζα


-Ε ,ποιος είσαι εσύ; ρώτησε ο Νέιτ

-Ε, σόοιπ αίσει υσέ; είπε το Αντίθετο

- Μα τι λές, δεν σε καταλαβαίνω. Πώς σε λένε;

-ΤΙΕΝ

-Τιέν! Περίεργο όνομα.

-Ανέσε; ρωτάει το αντίθετο

-Δεν καταλαβαίνω. Εμένα πάντως με λένε Νέιτ. Μα τι κάνεις κρεμασμένος στο ταβάνι, κατέβα κάτω. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Πώς βρέθηκες στο σπίτι μου;

Ο Νέιτ δεν πήρε καμία απάντηση. Το αντίθετο συνέχισε να τον να τον κοιτάζει επίμονα. Χασμουρήθηκε και έκλεισε τα μάτια. –«ΨΨΨ-ΧΡΡΡΡ  , ΨΨΨ-ΧΡΡΡΡ, ΨΨΨ-ΧΡΡΡ.».

«Κοιμήθηκε, σκέφτηκε ο Νέιτ. Τι είναι αυτό το πλάσμα; Κρέμεται ανάποδα αλλά δεν είναι νυχτερίδα. Μοιάζει με άνθρωπο αλλά κοιμάται ανάποδα …άρα είναι…»

Ο Νέιτ έτρεξε στη βιβλιοθήκη και άνοιξε τα βιβλία του. Η εικόνας ενός ανθρώπου που κοιμόταν κρεμασμένος ανάποδα στο κλαδί ενός δέντρου ,του τράβηξε την προσοχή. … «ΟΧΙ αποκλείεται , αποκλείεται να υπάρχει ένα βαμπίρ στο δωμάτιό μου!», ψέλλισε τρομαγμένος. Γούρλωσε τα μάτια, κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό του. ‘Έμεινε ακίνητος να κοιτάζει το….τον…. αυτό το πράγμα τέλος πάντων. Άρχισε να ψάχνει τρόπους για να το εξολοθρέψει.

«Γιατί , γιατί σε μένα; Ας ήταν κάποιο τρομερό τέρας.  Ας ήταν η Σφίγγα, να με ρωτήσει το αίνιγμα και περήφανα να φωνάξω την απάντηση ·‘’ Είναι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»-  και τότε όλοι τους , η μαμά , ο μπαμπάς οι φίλοι μου και όλα τα παιδιά στο σχολείο να με σηκώσουν ψηλά στα χέρια και να ζητωκραυγάζουν για την ένδοξη νίκη μου. Ας ήταν η μητέρα της Σφίγγας, η τρομερή Χίμαιρα. Να πετάξω ψηλά με το άλογό μου τον Πήγασο, να τη σημαδέψω με το ακόντιό μου και χράπ!  να σκοτώσω το φοβερό τέρας που ούτε καν αυτό δεν ξέρει αν είναι λιοντάρι ,κατσίκα ή φίδι. Όμως …..βαμπίρ; Όχι, είμαι πολύ μικρός για να πολεμήσω  μόνος μου ένα βαμπίρ. Δεν ξέρω καν που βάζει η μαμά τα σκόρδα, γιατί  το βιβλίο γράφει ότι τα σκόρδα και ο σταυρός μπορούν να το κρατήσουν μακριά μου.»


Ο εσωγήινος

(Εκείνο το πρωί, όταν ξύπνησε ο Νέιτ, το Αντίθετο κρεμόταν απ' το ταβάνι και τον κοίταζε επίμονα. Κι από εκείνη τη στιγμή η μέρα του Νέιτ ήρθε τα πάνω κάτω με τον πιο απίθανο τρόπο.)

Της Ερμιόνης Κοντολαιμάκη



Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που το είχε δει και είχαν κοιταχτεί. Δύο μέρες πριν ήταν που το είχε δει, αλλά όχι στο κέντρο στο ταβάνι, μα στη γωνία του ταβανιού λίγο πιο δεξιά από το κρεββάτι του. Είχε ξυπνήσει για να πάει να πιεί νερό. Το είχε δει πάλι να τον κοιτάζει έτσι επίμονα. Έτριψε τα μάτια του ο Νέιτ μήπως και ήταν της φαντασίας του και μόλις τα ξανάνοιξε δεν υπήρχε τίποτε στο ταβάνι. Του φάνηκε κάπως περίεργο, μα δεν έδωσε σημασία. Τώρα τελευταία βλέπει παράξενα όνειρα, μα το περίεργο είναι πως στα όνειρά του αυτά κυκλοφορεί το Αντίθετο και έχει την αίσθηση ότι τον παρακολουθεί και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσει. Όχι, όχι όμως αυτή τη φορά με το που άνοιξε τα μάτια ήταν εκεί και όσο και αν τα έτριβε δεν έφευγε.

Δεν έμοιαζε στο Νέιτ αλλά ταυτόχρονα του έμοιαζε. Ο Νέιτ είχε σγουρά καστανά μαλλιά και εκείνο ίσια και ξανθά. Ο Νέιτ επίσης, είχε καστανά μάτια, στρογγυλό πρόσωπο και σκούρο δέρμα. Ήταν ψηλός για την ηλικία του και φορούσε πυτζάμες με κίτρινα, μπλε και κόκκινα παγόβουνα. Το Αντίθετο έχει πράσινα μάτια, λεπτό πρόσωπο με λευκή επιδερμίδα γεμάτο φακίδες και φορούσε γκρι πυτζάμες. Τόσο πολύ δεν του έμοιαζε, θα έλεγε κανείς ότι είναι το ακριβώς αντίθετο από τον Νέιτ. Ωστόσο, έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις με το Νέιτ, τους ίδιους μορφασμούς, ακόμη και όταν ο Νέιτ ανοιγόκλεινε τα μάτια του, τα ανοιγόκλεινε και εκείνο.

 Κοιταζόντουσαν για κάμποση ώρα χωρίς να μιλήσει κανένας. Περίμενε ο Νέιτ να μιλήσει πρώτο το Αντίθετο, μέχρι που η αγωνία του είχε μεγαλώσει τόσο...

-Καλημέρα, είπε ο Νέιτ με ένα συνοδευτικό χασμουρητό.

-Καληνύχτα, απαντάει το Αντίθετο.

-Μα είναι μέρα, είναι πρωί, έχει φως, είναι η ώρα που λέμε καλημέρα!

-Ναι αλλά, εγώ τα βλέπω όλα σκοτεινά. Μπορείς να με βοηθήσεις να κατέβω από 'δώ πάνω;

-Μα πώς; Δε μπορώ να φτάσω τόσο ψηλά. Μπορείς να πηδήξεις στη βιβλιοθήκη και μετά στο γραφείο και άλλο ένα πήδο και θα βρεθείς στο πάτωμα.

-Φοβάμαι...

-Εγώ δε θα φοβόμουν αν ήμουν στη θέση σου.

-Το ' ξέρω, αφού είμαι το Αντίθετό σου. Ότι εγώ φοβάμαι, εσύ δε το φοβάσαι. Γι' αυτό και είμαι εδώ για να με βοηθήσεις.

Άκρως εμπιστευτικόν

(Άσκηση: Ζωή σαν παραμύθι)

Της Κούλας Πανάγου


Είπε <<Να μου τρυπήσετε τη μύτη, αν επιστρέψω τη Δευτέρα>>. Μεγάλη μπουκιά να φας, μεγάλη κουβέντα μην πεις, της έλεγε η μάνα της αλλά εκείνη τίποτα… από μικρή δεν κρατούσε το στόμα της. Τη Δευτέρα το πρωί, επέστρεψε στο γραφείο της και στη μύτη έλαμπε ένα μικρό διαμαντάκι. Το πε και το κάνε, σχολίασαν αμέσως οι άλλοι. Ποιος να το φανταστεί , εκείνη που σιχαινόταν τα κοσμήματα, που έβλεπε δαχτυλίδι και πέταγε καντήλες, έβαλε σκουλαρήκι.

Κοσμήματα = Δέσμευση. Δεν ήθελε δεσμεύσεις στη ζωή της. Ανεξάρτητη και αυτόνομη, την πάτησε όμως με το Σουγιά .Όταν τον αντίκρυσε μέσα στο κλουβί του, να κάθεται μαζεμένος σε μια άκρη δεν άντεξε. Τον άρπαξε και τον έκανε δικό της . Εκείνον, που ήταν ο πιο κοκαλιάρης από τους κοκαλιάρηδες , ο πιο άσχημος από τους άσχημους. Ο Σουγιάς της. Άλλο και πάλι τούτο , όνομα που βρήκε.Μαζί της συνέχεια, Περιστέρι- ΧαΪδάρι –Παλατάκι. Βόλτες ατελείωτες σε δρόμους που θα ήθελε να ήταν πολύχρωμοι, αλλόκοτοι, ζωή.Της άρεσαν οι βόλτες με το Σουγιά , του άρεσαν και κείνου πολύ. Η καλύτερή του ήταν να την τραβάει  στους θάμνους και στα λουλούδια του άλσους , εκείνη άρχιζε να φωνάζει και να φτερνίζεται <<Γαμώτο Σουγιά, πάλι τα ίδια . Φύγε, έλα τώρα κακομαθημένε , αφού το ξέρεις τα σιχαίνομαι.>>.Λουλούδια; Ούτε να τα δει μπροστά της. Χθες να φανταστείς, της χαρίσανε μια ανθοδέσμη με ζουμπούλια και ανεμώνες και κρίνα. Είχε τα γενέθλια της 9 Νοεμβρίου του  Αγίου Νεκταρίου. Τα δέχτηκε , χαμογέλασε ευγενικά και άρχισε να φτερνίζεται και να δακρύζει. Πού να φανταστούν οι άνθρωποι, ότι εκείνη θα πέταγε στα σύννεφα με το κουνουπίδι και  τον κισσό που της χάρισε ο καλός της.

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !