Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Μια λυκο-οικογένεια κάνει άνω-κάτω τρία παραμύθια :

Τι σχέση έχουν μια παρεξήγηση, μια εγχείρηση και μια βελανιδόσουπα

( Γράφτηκε από την Αλίκη Στελλάτου )



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος ένας λύκος, ο Νίκος. Μέρα - νύχτα 
περπατούσε μόνος σέρνοντας τα πόδια και την ουρά του ψάχνοντας κάτι να φάει.
Ήταν ακόμα χειμώνας βαρύς και η τροφή δυσεύρετη΄ έτσι βολευόταν με ό,τι έβρισκε.

- Δεν έχει τίποτε να φάω, μονολογούσε ο λύκος ο Νίκος, όλα τα χόρτα με τους 
τρυφερούς βλαστούς και τα πικάντικα φύλλα είναι κάτω από τα χιόνια. Πότε επί τέλους 
θα φανεί η άνοιξη

Μάλιστα, την άνοιξη περίμενε ο λύκος ο Νίκος για να χορτάσει την πείνα του με 
πρασινάδα...γιατί ήταν χορτοφάγος! Ήταν τόσο χορτοφάγος που τα δόντια του είχαν 
χάσει πια το ωραίο τριγωνικό τους σχήμα και είχαν γίνει στρογγυλά! Κυκλοφορούσε 
πάντα μόνος, γιατί τον είχαν αποβάλει από όλες τις αγέλες του δάσους. Κάθε φορά 
που η αγέλη σκότωνε ένα ζώο, ο λύκος ο Νίκος έκλαιγε με λυγμούς και αυτό ήταν 
πλήγμα για την κοινωνική του ζωή. 


Ο γονείς του λύκου του Νίκου είχαν γίνει χορτοφάγοι πριν από πολλά χρόνια και αιτία 
ήταν μια παρεξήγηση και μια εγχείρηση. Και εξηγούμαι. Ένα πρωϊ ο μπαμπάς βγήκε 
για κυνήγι, όπως κάθε μέρα, ώσπου μυρωδιά από αχνιστές τηγανίτες γαργάλησε τα 
ρουθούνια του. "Μμμμ, τηγανίτες μυρίζω...με μέλι και κανέλλα. Θα τις πάω για πρωϊνό 
στον γιο μου", σκέφτηκε και ακολούθησε την μυρωδιά που ερχόταν από το καλάθι ενός 
μικρού κοριτσιού με κόκκινο σκουφάκι.

"Μοιάζει να είναι καλό κορίτσι, σίγουρα θα μου δώσει μερικές αν της ζητήσω".

Την πλησίασε και με όσο πιο γλυκειά φωνή μπορούσε της είπε:

- Καλό μου κοριτσάκι, μπορείς να μου δώσεις μερικές τηγανίτες;

- Η μαμά μου μου είπε να τις πάω στην γιαγιά μου, εδώ πιο κάτω στο ξέφωτο και με 
περιμένει, του απάντησε και προχώρησε σιγοτραγουδώντας. Τότε, ο μπαμπάς, έτρεξε 
στο ξέφωτο, μπήκε στο σπιτάκι και είδε την γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι.

Την έφαγε στα γρήγορα και μετά περίμενε το κοριτσάκι με τις τηγανίτες. Τι να κάνει 
κι αυτός, λύκος ήταν, έπρεπε να φάει και το κοριτσάκι΄ αλλιώς πώς θα έπαιρνε τις 
τηγανίτες; Αμέσως, αρπάζει το καλάθι, τρέχει έξω από την πόρτα και μπάμ! ένας 
κυνηγός που περνούσε από εκεί κοντά του έδωσε μία στο κεφάλι μ' ένα ξύλο, 
σωριάστηκε κάτω ο μπαμπάς. Μετά από μέρες, κάποιοι γείτονες της οικογένειας 
είπαν ότι τον είδαν να τριγυρνάει άσκοπα και να μιλάει μόνος του. Έλεγε κάτι σαν: 
"εγώ τις τηγανίτες ήθελα μόνο, παρεξήγηση..."

Τελείως συμπτωματικά, την ίδια μέρα η μαμά νόμιζε πως είχε εξασφαλίσει και το 
μεσημεριανό (εκτός από το πρωϊνό του μπαμπά). "Α! να κάτι μικρά κατσικάκια που 
η μαμά τους τα άφησε μόνα στο σπίτι!" Σκαρφίστηκε διάφορα κόλπα για να της 
ανοίξουν την πόρτα - ήταν έξυπνα τα μικρά - και μετά τα έφαγε αμάσητα, γιατί ήταν 
ο μόνος τρόπος για να τα μεταφέρει στο σπίτι. Στον δρόμο, βαρυστομαχιασμένη καθώς 
ήταν, έγειρε να κοιμηθεί στην σκιά ενός δέντρου. Όταν ξύπνησε είδε τα ράμματα στην 
κοιλιά της και κατάλαβε ότι "η εγχείρηση πέτυχε" αλλά ο ασθενής είχε μείνει χωρίς 
μεσημεριανό!

Μετά από τόσους μπελάδες, η μαμά και ο μπαμπάς του λύκου του Νίκου αποφάσισαν 
να μην ξαναφάνε κρέας και αυτό έμαθαν και στον γιο τους.

Όμως, ακόμα κι έτσι, για τα ζώα του δάσους ο Νίκος ήταν πάντα λύκος...

Εκείνη την χειμωνιάτικη μέρα που τον συναντήσαμε, που ήταν πια νύχτα, καθώς 
περπατούσε είδε κάτι να φωτίζει από μακριά. Πλησίασε κι έφτασε έξω από ένα μικρό 
αχυρένιο σπιτάκι. Χτύπησε την πόρτα. "Είμαι ο λύκος ο Νίκος.

Είναι κανείς μέσα;" φώναξε. "Κρυώνω και πεινάω". Καμμία απάντηση. Έκατσε βαρύς 
σ' ένα κούτσουρο να ξεκουραστεί και απελπισμένος αναστέναξε. Τότε...τι αναστεναγμός 
κι αυτός, γκρέμισε το σπιτάκι και τα άχυρα έπεσαν ακατάστατα δεξιά - αριστερά. Ένα 
γουρουνάκι έτρεξε γρυλλίζοντας και ο λύκος ο Νίκος το είδε να μπαίνει σ' ένα 
μεγαλύτερο ξύλινο σπιτάκι. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτε.

"Α στο καλό!" μονολόγησε και κλώτσησε μια πέτρα μπροστά στα πόδια του. Η πέτρα 
χτύπησε το σπιτάκι και... πάει κι αυτό, γκρεμίστηκε.

Τώρα, δύο γουρουνάκια έτρεχαν πιασμένα χέρι -χέρι. Μια πόρτα άνοιξε και μπήκαν σ' ένα 
ακόμα μεγαλύτερο πέτρινο σπιτάκι. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε τρία γουρουνάκια σφιχταγκαλιασμένα. Στο στρωμένο τραπέζι τρία πιάτα με αχνιστή βελανιδόσουπα 
περίμεναν και στο τζάκι σιγόκαιγε η φωτιά.

Μεγάλο παράπονο έπιασε τον λύκο τον Νίκο. Έκατσε σε μια πέτρα κι άρχισε να κλαίει. 
"Γιατί να μην είμαι κι εγώ σαν τους άλλους λύκους;" σκεφτόταν. "Τώρα θα τα είχα φάει 
τα ροζ, αφράτα γουρουνάκια και θα τα χώνευα χωμένος στο ζεστό τους κρεβάτι. Αλλά 
δεν μπορώ..."

"Θέλω βελανιδόσουπα" φώναξε με όση δύναμη είχε ακόμα.

Το θέαμα ήταν ασυνήθιστο. Τα γουρουνάκια, κοιτώντας από το παράθυρο δεν πίστευαν 
στα μάτια τους. Λες; Λες να λέει αλήθεια ο λύκος;

Το μεγαλύτερο γουρουνάκι πήρε πρωτοβουλία. "Η μαμά μας έμαθε να προσφέρουμε 
αυτό που μας περισσεύει σε αυτούς που το έχουν ανάγκη" είπε κι έβαλε σ' ένα πιάτο 
την υπόλοιπη βελανιδόσουπα. Το έβαλε σ' έναν δίσκο μαζί μ' ένα κουτάλι, μια πετσέτα 
κι ένα ποτήρι νερό, άνοιξε την πόρτα και το άφησε μπροστά στα πόδια του Νίκου. Τα 
πρησμένα από το κλάμα μάτια του γούρλωσαν. Έφαγε, μέχρι που έσκασε.

Από τότε και σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για τα τρία γουρουνάκια, που ήταν και τα μόνα 
ζώα που τον πίστεψαν, όποτε περνάει από τα μέρη τους, τα βοηθάει στις αγροτικές 
εργασίες και εκείνα μοιράζονται μαζί του ένα πιάτο φαγητό και μερικούς γύρους 
μπιρίμπας!







1 σχόλιο:

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !