Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Χρωματιστά όνειρα στην πόλη του άσπρου και μαύρου

(Γράφει και εικονογραφεί η Εβίτα)

Οι άνθρωποι της πόλης δεν μιλούσαν ποτέ για τα χρώματα και κανείς δεν ήξερε αν κάποιος  τα είχε δει ποτέ στα αλήθεια ή έστω στα όνειρα του.
Στην πόλη αυτή, σε ένα από τα άσπρα σπίτια, ζούσαν μαζί με τους γονείς τους δύο δίδυμα αδέρφια, η Ροζαλία και ο Μωβάκης που αγαπούσαν πολύ τη ζωγραφική. Κάθε μέρα έπαιρναν τα μαύρα μολύβια τους και γέμιζαν ένα σωρό άσπρα χαρτιά με τις ζωγραφιές τους. 

Το πρωί της ημέρας των γενεθλίων τους, η μαμά μπήκε στο δωμάτιο τους κρατώντας ένα κουτί.
-Χρόνια πολλά! Αυτό το δώρο σας το έστειλε ο παππούς, τους είπε και τους φίλησε.
Ο Μωβάκης και η Ροζαλία πετάχτηκαν αμέσως από τα κρεβάτια τους. Αγαπούσαν πολύ τον παππού τους που ζούσε σε μία μακρινή πόλη, κι ας μην τον έβλεπαν συχνά. Άνοιξαν γρήγορα το δώρο σκίζοντας το ασπρόμαυρο περιτύλιγμα και έβγαλαν από το κουτί μια κασετίνα με δύο μαύρα μολύβια!
-Ο παππούς ξέρει πόσο σας αρέσει να ζωγραφίζετε, είπε χαμογελώντας η μαμά και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό.
Ο Μωβάκης πήρε τα μολύβια για να τα βάλει πίσω στην κασετίνα όταν ξαφνικά φώναξε:
-Ροζαλία, έλα να δεις! Ένα γράμμα από τον παππού.
Το γράμμα που ήταν κρυμμένο καλά καλά κάτω από τον πάτο της κασετίνας έλεγε:

«Αγαπημένα μου εγγόνια, σας στέλνω μαζί με την αγάπη μου αυτό το δώρο για τα γενέθλιά σας. Ξεκινήστε να χρησιμοποιείτε τα μολύβια όταν θα είστε μόνο οι δύο σας και αφού πρώτα βεβαιωθείτε ότι κανένας δεν σας βλέπει. Τότε θα δείτε κάτι μαγικό! Μη βιαστείτε όμως  να το μοιραστείτε με άλλους, αυτό θα είναι το μυστικό μας.
Ο παππούς.»


Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν με απορία. 
-Δηλαδή είναι μαγικά τα μολύβια, Μωβάκη; ρώτησε η Ροζαλία τον αδερφό της.
-Δεν ξέρω, πάντως πρέπει να κρατήσουμε το μυστικό. Δεν θα πεις για το γράμμα σε κανέναν ούτε στη μαμά ούτε στη Λευκή, κι ας είναι η καλύτερη σου φίλη. Εντάξει Ροζαλία; ρώτησε  ο Μωβάκης
-Ουφ… Δεν μ΄αρέσει να έχω μυστικά από τη Λευκή, αλλά αφού έτσι θέλει ο παππούς, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό, απάντησε άκεφα η Ροζαλία.


Η  μέρα εκείνη στο σχολείο φάνηκε στα δύο αδέρφια ατέλειωτη, παρά τις ευχές και τα γλυκά που κέρασαν τους δασκάλους και τους συμμαθητές τους. Δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν σπίτι για να συζητήσουν πού και πότε θα δοκίμαζαν τα μολύβια. Πολλές ιδέες πέρασαν από το μυαλό τους, η Ροζαλία έλεγε άσπρο, ο Μωβάκης μαύρο, παραλίγο να τσακωθούν, αλλά ευτυχώς μετά από κάμποση ώρα σκέφτηκαν κάτι που άρεσε και στους δύο. Το απόγευμα κύλησε όπως κάθε μέρα. Τα παιδιά διάβασαν τα μαθήματα τους, έπαιξαν λίγο και ζωγράφισαν μέχρι που ήρθε ή ώρα του ύπνου… Η νύχτα αυτή θα ήταν διαφορετική.  

Στις δύο τη νύχτα ακριβώς χτύπησε το ξυπνητήρι του Μωβάκη.
-Ροζαλία, ξύπνα, είπε κι εκείνη αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι της.
Έτσι όπως ήταν με τις πιτζάμες, άρπαξαν την κασετίνα με τα μολύβια του παππού και καμιά δεκαριά άσπρα χαρτιά και από το παράθυρο του δωματίου τους πήδηξαν στον κήπο.  Περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους έφτασαν στην αποθήκη. Μόνο εκεί θα μπορούσαν να ανάψουν το φως και να ζωγραφίσουν με την ησυχία τους χωρίς να τους πάρουν είδηση ο μπαμπάς και η μαμά.
Τα χέρια τους έτρεμαν την ώρα που έπιασαν ο καθένας από ένα μολύβι.
 -Με το ένα , με το δύο, με το τρία, είπαν και ακούμπησαν και οι δύο μαζί τη μύτη των μολυβιών στο χαρτί.. Κάθε μαύρη γραμμή που τραβούσαν, κάθε μαύρη κουκκίδα που σχεδιάζαν μεταμορφωνόταν και έπαιρνε χρώμα. Σιγά
μπροστά στα μάτια τους βρίσκονταν τώρα όλα τα χρώματα που τα δύο αδέρφια μόνο στα όνειρα τους είχαν δει. Κανείς από τους δύο όμως δεν είχε μιλήσει ποτέ στον άλλον για τα πολύχρωμα όνειρά του, αφού κανείς τους δεν ήξερε πώς να περιγράψει τα χρώματα, ούτε γνώριζε πως λέγεται το κάθε χρώμα. Ευτυχώς αυτή τη φορά τα χρώματα συστήθηκαν από μόνα τους : «Εγώ είμαι το πράσινο», «κι εγώ το κόκκινο», «κι εγώ το κίτρινο», «κι εγώ το ροζ που το όνομα μου μοιάζει με το δικό σου  Ροζαλία», «κι εγώ το μωβ που το όνομα  μου μοιάζει με το δικό σου Μωβάκη». Και αφού όλα τα χρώματα με τη σειρά είπαν το όνομά τους, στο τέλος φώναξαν όλα μαζί:
-Ερχόμαστε από την πόλη των χρωμάτων, εκεί που ζει ο παππούς σας.
-Σσσσς, μη φωνάζετε τόσο δυνατά, θα ξυπνήσουν οι γονείς μας, είπε η Ροζαλία.  
-Από την πόλη των χρωμάτων; ρώτησε ψιθυριστά ο Μωβάκης. Υπάρχει τέτοια πόλη;  
-Φυσικά! Και είναι η ομορφότερη του κόσμου, είπαν με μια φωνή όλα τα χρώματα.
Τότε το πράσινο είπε αυστηρά:
-Τέρμα οι κουβέντες. Ο παππούς είπε ότι τα παιδιά πρέπει να τα ανακαλύψουν όλα μόνα τους. Πίσω στα μολύβια όλοι σας!
-Έχεις δίκιο, είπαν τα υπόλοιπα χρώματα και στριμώχτηκαν πάλι μέσα στα δύο μολύβια.
-Πάμε και εμείς πίσω στα κρεβάτια μας  μην τυχόν και ξυπνήσουν ο μπαμπάς και η μαμά, είπε ο Μωβάκης.
Και έτσι όπως έβγαιναν από την αποθήκη με τα μολύβια στα χέρια, η Ροζαλία άγγιξε κατά λάθος με το μολύβι της την πόρτα. Και τότε με έναν τρόπο μαγικό η πόρτα της αποθήκης γέμισε χρώματα.
-Αυτά τα μολύβια δεν γράφουν μόνο στο χαρτί, γράφουν και σε τοίχους, μουρμούρισε η Ροζαλία.
Γύρισαν στο δωμάτιο τους, αλλά δε έκλεισαν μάτι μέχρι να ξημερώσει και μόλις  άκουσαν τον μπαμπά τους να φεύγει για τη δουλειά, τέντωσαν κι οι δυο τα αυτιά τους. Νόμιζαν πως θα γύριζε αμέσως πίσω και θα έλεγε στη μαμά πως η πόρτα της αποθήκης είχε πρασινοκοκκινοκιτρινίσει. Αλλά ο μπαμπάς δεν γύρισε και τα παιδιά έτρεξαν αμέσως στο παράθυρο. Κι όμως η πόρτα ήταν κάτασπρη όπως πριν και τα χρώματα είχαν κάνει φτερά! Πολύ παράξενο, σκέφτηκαν τα δίδυμα.

Ευτυχώς ξημέρωσε Παρασκευή και το απόγευμα θα πήγαιναν βόλτα με τη μαμά στο πάρκο. Είχαν βλέπετε το σχέδιο τους. Αφού λοιπόν έπαιξαν λίγο με τους φίλους τους,  πήγαν να βρουν τα αγαπημένα τους δέντρα: το ασπρόδεντρο της Ροζαλίας και το μαυρόδεντρο του Μωβάκη.  Και αφού βεβαιώθηκαν πως δεν τους έβλεπε κανείς, άγγιξαν με τα μολύβια τους τα δέντρα. Τότε αυτά άρχισαν να αλλάζουν και μπροστά στα παιδιά εμφανίστηκαν ξαφνικά τα πιο όμορφα δέντρα που είχαν ποτέ ονειρευτεί: καφεκόκκινοι κορμοί, πράσινα κλαδιά, πορτοκαλί φύλλα. Σαν μαγεμένοι έφυγαν ο Μωβάκης και η Ροζαλία εκείνη τη μέρα από το πάρκο για να ξαναγυρίσουν ανυπόμονα την Κυριακή να δουν τα ομορφόδεντρα. Το ασπρόδεντρο όμως είχε γίνει πάλι άσπρο και το μαυρόδεντρο κατάμαυρο, ακριβώς όπως ήταν και πριν.
-Τα χρώματα εξαφανίστηκαν πάλι, είπε κάπως ενοχλημένη η Ροζαλία.
-Τι μπορεί να συμβαίνει, αναρωτήθηκε ο Μωβάκης.
-Μπορεί τα μαγικά μολύβια του παππού να λύνουν τα μαγικά τους μετά από λίγη ώρα και όλα να ξαναγίνονται ασπρόμαυρα, απάντησε η Ροζαλία.
-Μπορεί, είπε ο Μωβάκης.

Κι έτσι όπως έφευγαν από το πάρκο λίγο στεναχωρημένοι που δεν είχαν βρει τα χρωματιστά δέντρα, μια άσπρη πεταλούδα με μαύρες βούλες πήγε και έκατσε στο χέρι της Ροζαλίας.
-Δεν είναι πολύ  όμορφη, Μωβάκη; ρώτησε η Ροζαλία
-Είναι. Αλλά θα ήταν ομορφότερη αν ήταν πολύχρωμη, απάντησε ο αδερφός της.
-Έχεις δίκιο! Τι λες να την πάρουμε σπίτι και να γεμίσουμε με χρώματα τα φτερά της; 
 Πράγματι την πήραν στο σπίτι, τη μεταμόρφωσαν με τα μαγικά τους μολύβια και την έβαλαν μέσα σε ένα διαφανές, πλαστικό κουτί. Κάθε μέρα τα παιδιά την κοιτούσαν για να δουν αν είχε γίνει ξανά άσπρη με μαύρες βούλες. Η πολύχρωμη πεταλούδα έμεινε έτσι πολύχρωμη για μια, δυο, τρεις μέρες, μία ολόκληρη βδομάδα. 
-Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι; ρώτησε ο Μωβάκης την αδερφή του.
-Η πεταλούδα δεν έχασε τα χρώματα της επειδή την έχουμε κλεισμένη στο κουτί και τη βλέπουμε μόνο εσύ κι εγώ, απάντησε η Ροζαλία.
-Νομίζω πως κάποιοι στην πόλη μας δεν συμπαθούν τα χρώματα και μόλις δουν κάτι χρωματιστό το βάφουν πάλι ασπρόμαυρο, συμπλήρωσε ο Μωβάκης.

Είχε πια έρθει η ώρα για το τρίτο τους σχέδιο. Ξύπνησαν μέσα στη νύχτα, πήραν τα μαγικά τους μολύβια και όσο πιο σιγά μπορούσαν άνοιξαν την πόρτα του κήπου και βγήκαν στο δρόμο. Η Ροζαλία παραφυλούσε να μην τους δει κανείς και ο Μωβάκης τρέχοντας ακουμπούσε με τη μύτη του μολυβιού του έναν-έναν τους τοίχους των σπιτιών. Μόλις τέλειωσαν ο δρόμος που έμεναν είχε μεταμορφωθεί στον πιο όμορφο δρόμο της πόλης. Άλλο σπίτι ήταν κόκκινο, άλλο μπλε, φούξια, πράσινο, πορτοκαλί, όλα τα χρώματα που μπορείτε να φανταστείτε είχαν μαζευτεί εκεί..  Τα παιδιά στάθηκαν μια στιγμή να θαυμάσουν το έργο τους και μετά μπήκαν στον κήπο του σπιτιού τους, κρύφτηκαν πίσω από τους θάμνους και περίμεναν υπομονετικά αλλά μαζί και ανυπόμονα. Ξαφνικά άκουσαν ένα αυτοκίνητο να σταματάει στο δρόμο μπροστά από το σπίτι τους. Από το αυτοκίνητο βγήκε ένας παχουλός κύριος, άνοιξε το πορτμπαγκάζ  και έβγαλε δυο πολύ μεγάλους κουβάδες, ένα τεράστιο πινέλο και μια πολύ ψηλή σκάλα. Χωρίς να χάσει λεπτό, πήρε το πινέλο, το βούτηξε στο έναν κουβά και άρχισε να βάφει με άσπρο χρώμα έναν έναν τους τοίχους των σπιτιών. Όλα έγιναν ξαφνικά κάτασπρα, σαν χιονισμένα! Αμέσως μετά πήρε τον κουβά με το μαύρο χρώμα και άρχισε να κάνει τις λεπτομέρειες, τα παράθυρα, τις βούλες, τις ρίγες και ο,τι άλλο χρειαζόταν. Είχε πια αρχίσει να ξημερώνει όταν τελείωσε το βάψιμο και ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκίνητο του και να φύγει. Τότε τα παιδιά είδαν καθαρά το πρόσωπό του. Ήταν ο κύριος Μαυράκος, ο δήμαρχος της πόλης! Δεν πίστευαν στα μάτια τους! Που ακούστηκε, ο ίδιος ο δήμαρχος της πόλης να μην θέλει τα χρώματα… Αυτό δεν μπορούσαν να το αφήσουν έτσι. Πήραν αμέσως τα ποδήλατα τους και έτρεξαν προς το δημαρχείο. Έφτασαν στο γραφείο του δημάρχου λαχανιασμένοι.
-Θέλουμε να σας μιλήσουμε, είπε η Ροζαλία.
-Για ποιο θέμα πρόκειται; Δεν έχω πολύ χρόνο, ξέρετε, απάντησε ο δήμαρχος.
-Για τα χρώματα, είπαν και οι δυο μαζί.
Μόλις άκουσε τη λέξη χρώματα ο κύριος Μαυράκος έχασε το χρώμα του. Προσπάθησε όμως να μην δείξει την αναστάτωση του και είπε:
-Εδώ είναι η πόλη του άσπρου και του μαύρου. Δεν υπάρχουν χρώματα, δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάτε.
-Κύριε δήμαρχε, υπάρχουν ένα σωρό χρώματα, το μπλε, το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί, το θαλασσί, το φούξια. Υπάρχει και το μωβ και το ροζ που τα ονόματα τους μοιάζουν με τα δικά μας, είπε η Ροζαλία
-Εσάς όμως κύριε δήμαρχε μάλλον δεν σας αρέσουν τα χρώματα, γι’ αυτό κάθε βράδυ τα ξαναβάφετε όλα ασπρόμαυρα. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Μωβάκης.
Τότε ο  κύριος Μαυράκος κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κρύβεται πια και είπε:
-Δεν είναι παιδιά μου ότι δεν μου αρέσουν τα χρώματα. Αν μπορούσα να τα δω είμαι σίγουρος ότι θα τα λάτρευα. Επειδή όμως δεν μπορώ…
-Γιατί δεν μπορείτε; ρώτησε με απορία ο Μωβάκης.
-Δεν μπορώ να τα δω τα γιατί έχω μια σπάνια αρρώστια που με κάνει να βλέπω καθαρά μόνο το άσπρο και το μαύρο. Όλα τα άλλα χρώματα εγώ τα βλέπω γκρι και ζηλεύω πολύ όλους εσάς που μπορείτε και τα βλέπετε. Κι έτσι από τη ζήλια μου αποφάσισα πως για όσο καιρό θα είμαι εγώ ο δήμαρχος, τα χρώματα θα απαγορεύονται αυστηρά και η πόλη αυτή θα είναι η πόλη του άσπρου και του μαύρου, είπε λυπημένα ο κύριος Μαυράκος.
Η Ροζαλία και ο Μωβάκης δεν ήξεραν ότι υπήρχε τέτοια αρρώστια. Λυπήθηκαν πολύ που στα μάτια του δημάρχου όλα τα χρώματα φαίνονταν ίδια. Τότε ο κύριος Μαυράκος είπε:
-Εγώ σας είπα το μυστικό μου. Πείτε μου τώρα κι εσείς που βρήκατε τα χρώματα;
-Μας τα έστειλε ο παππούς μας που ζει σε άλλη πόλη μέσα σε δύο μαγικά μαύρα μολύβια,  απάντησαν με μια φωνή τα δυο αδέρφια.
-Μήπως ο παππούς σας είναι ο κύριος Κόκκινος;
-Ναι, εσείς που το ξέρετε; ρώτησε με έκπληξη η Ροζαλία.
-Τον παππού σας τον ξέρω από παλιά, από τότε που ζούσε στην πόλη μας. Αγαπούσε πολύ τα χρώματα και δεν του άρεσε καθόλου που εδώ όλα ήταν ασπρόμαυρα. Γι αυτό πήγε να ζήσει στην πόλη των χρωμάτων, πριν ακόμη γεννηθείτε εσείς. Δεν ξέρετε ότι τα περίεργα ονόματα που έχετε ήταν δική του ιδέα;

Τα δυο αδέρφια δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Έφυγαν από το δημαρχείο, αφού έδωσαν στον κύριο Μαυράκο την υπόσχεση τους ότι θα έβρισκαν λύση στο πρόβλημα του. Μόλις έφτασαν σπίτι, βρήκαν τους γονείς τους πολύ αναστατωμένους. Είχαν ξυπνήσει και δεν είχαν βρει τα παιδιά στο δωμάτιο τους. Ο Μωβάκης και η Ροζαλία τους διηγήθηκαν από την αρχή ολόκληρη την περιπέτεια τους και μετά έπεσαν για ύπνο πολύ κουρασμένοι. Τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο: είδαν και οι δυο το ίδιο όνειρο, ότι ο παππούς έστειλε από την πόλη των χρωμάτων ένα δώρο για το δήμαρχο: ένα ζευγάρι χρωματιστά γυαλιά! Ο κύριος Μαυράκος τα φόρεσε αμέσως και δεν τα ξαναέβγαλε ποτέ. Ονειρεύτηκαν ακόμη ότι από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν στην πόλη του άσπρου και του μαύρου, όλα γέμισαν με χρώματα: τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα. Και αφού όλα ήταν πια πολύχρωμα, μετά από λίγο η πόλη  άλλαξε και όνομα. Λεγόταν πια Χρωματούπολη. Ο παππούς των παιδιών, ο κύριος Κόκκινος, γύρισε πίσω και έμεινε μαζί τους. Όσο για το δήμαρχο, τον κύριο Μαυράκο άλλαξε κι αυτός το όνομά του και λεγόταν πια κύριος Τρικολόρε!

Όνειρα γλυκά και σε μας, λοιπόν. Γλυκά και χρωματιστά… 
   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !