Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Κάλεσέ με στα όνειρά σου

      
(Γράφει και εικονογραφεί η
 Μαριέττα)

Ο αδελφός μου κι εγώ. Εγώ και ο αδελφός μου. Δίδυμα μ΄ένα χρόνο διαφορά. Όλοι μας μπερδεύουν. Ακόμη κι ο μπαμπάς και η μαμά. Ανάποδα και αντίστροφα λένε πάντα τα ονόματά μας κι έχουν την απαίτηση εμείς να καταλάβουμε. Και παραδόξως εμείς καταλαβαίνουμε!
Μοιραζόμαστε, από τότε που γεννήθηκε ο μικρός, το ίδιο δωμάτιο, τα ίδια παιχνίδια, το ίδιο κούρεμα, τους ίδιους παππούδες και απ΄ότι λέει και ο μπαμπάς και την ίδια βλακεία. Για να μη μιλήσω για οδοντόβουρτσες, βρακιά και κυρίως παπούτσια, με αποτέλεσμα να κολλάμε ο ένας απ΄τον άλλο τα πάντα(και τη βλακεία επιμένει ο μπαμπάς) και να πηγαίνουμε στο σχολείο φορώντας στο ένα πόδι 31 και στο άλλο 33 αθλητικό.
Στην αρχή ο μικρός με τσάντιζε. Κλαψιάρης, γκρινιάρης και με σοβαρό κουσούρι να «τρώει τα πάντα» με αποτέλεσμα η μάνα μου να μου το χτυπάει συνέχεια μόνο και μόνο γιατί εγώ στο φαγητό μου είμαι …εκλεκτικός. Έγινα κι εγώ γκρινιάρης μπας και μου γίνονται ευκολότερα τα χατίρια, με αποτέλεσμα να σπάμε τα νεύρα της μάνας μας διπλά και να μην κάνει τα χατίρια σε κανέναν μας.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η ιστορία με το κρεβάτι. Είδε κι έπαθε η έρημη να με μάθει να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου. Ήρθε ο μικρός και χάλασε το σκηνικό. Αυτός δίπλα της για μήνες και ΄γω μόνος μου στο διπλανό δωμάτιο. Έξαλλος έγινα. Διεκδίκησα τη θέση μου στο κρεβάτι τους, ανάμεσά τους. Ούτε που μ΄ένοιαζε αν με σπρώχναν, ζουλάγαν, ζουπάγαν κι όλα αυτά τα φοβερά που συμβαίνουν το βράδυ σ’ένα κρεβάτι που είναι για 2 αλλά κοιμούνται 3 ή 4 ή καμιά φορά και 5. Είχα κερδίσει μια μικρή μάχη σε σχέση με τον αδελφό μου που ακόμα κοιμόταν σένα καρυδότσουφλο δίπλα στη μάνα μου. Εγώ είχα τη μυρωδιά της. Πήγαινα κοντά της και της βούταγα όποιο τσουλούφι περίσσευε και δεν τ ΄άφηνα όλη νύχτα. Εκεί ανάμεσα στα δαχτυλάκια μου να το κάνω μικρά μικρά κομπάκια, όση και η ευτυχία μου που έκλεβα λίγα κρεβατικά τετραγωνικά.
Μεγάλωσε ο σπόρος και δεν τον έφτανε το κρεβάτι του – που κάθε φορά το μπέρδευα με τη λεκάνη για τα ασιδέρωτα που είχε η γιαγιά. Η μάνα μας ξανά μανά από την αρχή να μας μάθει και τους 2 να κοιμόμαστε στα κρεβάτια μας. Ηρωίδα! Το παραδέχομαι. Τη τρελάναμε τη γυναίκα. Για χρόνια πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο μας όλη νύχτα. Να μας ηρεμήσει, να μας νανουρίσει, να μας πάρει αγκαλιά, να μας φέρει γάλα αλλά εκεί, πείσμα φοβερό η άτιμη, αρνιόταν να μας πάρει στο κρεβάτι τους. Έφτασα 6 χρονών μαντράχαλος-που λέει και ο παππούς-και 5 ο σπόρος και περπατώντας πια και όχι μπουσουλώντας όπως στην αρχή κάναμε τους υπνοβάτες.
Κάναμε τάχα ότι δεν το καταλαβαίναμε στον ύπνο μας και ορμάγαμε στο κρεβάτι τους ποιος θα πάει την καλύτερη θέση. Εκεί η μάνα, βράχος. Μας ξαναπήγαινε πίσω .
-    «Άσε τα παιδιά», έλεγε ο πατέρας μου ατάραχος που δεν έχανε τον ύπνο του για κανένα λόγο, «αργότερα θα τα θές και δε θα΄ρχονται». Και γυρίζοντας πλευρό μουρμούραγε: καραγκιόζηδες!
Όπως και να΄χε η τελευταία αυτή θεωρία του μπαμπά πολύ με βόλευε αλλά δυστυχώς δεν έπιανε. Αντίθετα έκανε έξαλλη τη μάνα μου που μας έστελνε αυστηρά για ύπνο και τους 3. Στο τέλος άρχισε να δοκιμάζει κόλπα. Μαγικά φωτάκια, φωσφορίζοντα προβατάκια στο ταβάνι και μια εκνευριστική μουσική που της είχε συστήσει η φίλη της η Λίλα που διδάσκει γιόγκα και που με κρατούσε άγρυπνο και ανήσυχο περισσότερο από πριν. Ώσπου σκέφτηκε να μας ενώσει τα κρεβάτια. Αυτό έπιασε. Για κάποιο περίεργο λόγο έπιασε, τουλάχιστον στην αρχή.

Αρχίσαμε να κοιμόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, κολλητά και συχνά μέσα στον ύπνο μας αλλάζαμε θέσεις-όπως παπούτσια-και βρισκόμασταν ο ένας στο κρεβάτι του άλλου. Ακόμη χειρότερα, τα πόδια του ενός στο κεφάλι του άλλου ή κάτι περίεργα συμπλέγματα που δε μπορούσες να βγάλεις άκρη ανάμεσα σε παπλώματα, μαξιλάρια, χέρια, πόδια, κεφάλια και αρκούδια.
Όταν η μητέρα μου ξυπνούσε μέσα στη νύχτα για να μας σκεπάσει, δεν έβρισκε άκρη και συχνά σκέπαζε ό,τι έβλεπε και έφευγε από φόβο μη μας ξυπνήσει και ταράξει τον πολύτιμο ύπνο μας.

-    Ρε σύ, μου λέει ένα βράδυ ο μικρός μου αδελφός, τι  
όνειρα βλέπεις;
-    Δεν ξέρω, δε θυμάμαι- αποκρίθηκα. Αλλά δεν έλεγα την αλήθεια. Μια χαρά θυμόμουν. Είναι φορές που βλέπω την Αλεξάνδρα. Είναι το κορίτσι μου. Την αγαπάω απ΄το νήπιο.
Εγώ όμως δεν είμαι το αγόρι της. Μου το είπε τις προάλλες που της έκανα δώρο ένα δαχτυλιδάκι μαργαρίτα. «εγώ αγαπάω το Χριστόφορο» μου είπε και η καρδιά μου έσπασε σε χίλια κομμάτια. Όμως εγώ αυτή αγαπάω και αυτή βλέπω στον ύπνο μου. Αυτό δεν του το είπα. Του είπα όμως για τα άλλα τα όνειρα, εκείνα τα φοβιστικά που βλέπω συχνά και με τρομάζουν.
-    Εφιάλτες τα λένε, μου είπε ο μικρός με ύφος παντογνώστη και μου’ ρθε να του δώσω μια. Ναι, αυτόν περίμενα να μου πει πώς τα λένε! Πάντως δεν του είπα λεπτομέρειες. Δεν ήθελα να τον τρομάξω αλλά ούτε και να παραδεχτώ ότι φοβάμαι κι εγώ.
-    Φοβάσαι;
-    Καθόλου, του απάντησα και είχα αρχίσει να νιώθω περίεργα γιατί ήταν βράδυ και τα βράδια αυτές οι συζητήσεις μ΄ανατριχιάζουν.
-    Εγώ νομίζω ότι είναι ένα φάντασμα στη ντουλάπα και ότι θα βγει να με τρομάξει την ώρα που θα κοιμάμαι. Τσιμουδιά εγώ. Τι να του πω; Ότι μου΄χε περάσει κι εμένα από το μυαλό;
-    Αλήθεια λες ότι δε φοβάσαι; Με ρώτησε ξανά ο Τζώρτζης και ένιωσα λίγο ντροπή για το ψέμα μου
-    Λίγο, του απάντησα και γύρισα την πλάτη μου.
-    Βαγιούλη;
-    Έλα, τι ΄ναι πάλι;
-    Θες ν΄αλλάξουμε όνειρα;
-    Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Ρώτησα με πραγματική περιέργεια.
-    Για να μπω εγώ στα δικά σου τα όνειρα που δεν τα φοβάσαι και να πάρεις εσύ τα δικά μου που τα φοβάμαι, αλλά εσύ είσαι γενναίος και θα τα νικήσεις. Έμεινα για λίγο σκεπτικός. Με κολάκευε που ο μικρός μου αδελφός με θεωρούσε γενναίο αλλά και να του δώσω τα όνειρά μου για την Αλεξάνδρα, πήγαινε πολύ. Και έπειτα αν τα όνειρά του ήταν πραγματικά πολύ τρομακτικά και δε μπορούσα να τ΄αντέξω ούτε΄γώ; Στεναχωρέθηκα. Ήθελα να τον βοηθήσω αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν μπορούσα.
-    Γιατί ρε Τζώρτζη δε λες στο μπαμπά ν΄αλλάξετε όνειρα που είναι πιο δυνατός και αντέχει;
-    Γιατί τα όνειρά του δεν θα είναι παιδικά και θα βαρεθώ. Αυτός θα βλέπει συνέχεια δουλειά, δουλειά, δουλειά και μπορεί και μπάσκετ που εμένα δε μ΄αρέσει. Είπε ο αδελφός μου ο σπίθας που αν του έλεγες ότι ο μπαμπάς βλέπει στον ύπνο του ποδόσφαιρο μπορεί και να το σκεφτόταν να ανταλλάξουν.

Ο Τζώρτζης φοβόταν το βράδυ πια τα πάντα, το σκοτάδι, τους θορύβους, τα φαντάσματα, τα άσχημα όνειρα, το γαύγισμα της Μερέντας. Το χειρότερο ήταν ότι επηρέαζε κι εμένα. Κολοκύθια δυνατός ήμουν. Πεταγόταν αυτός, πεταγόμουν κι εγώ μαζί του. Άσε που με τα πολλά, τελικά αυτόν τον έπαιρνε ο ύπνος αλλά εμένα το μάτι μου γαρίδα. Η μαμά μου λέει ότι οι εφιάλτες είναι άσχημα όνειρα που δημιουργούν οι φόβοι και τα προβλήματα της ημέρας. Δεν ξέρω αν ισχύει, πάντως εμένα μου δημιουργούν προβλήματα τη νύχτα και όχι την ημέρα.

Η μαμά και ο μπαμπάς έκαναν ότι μπορούσαν με όλα εκείνα τα γλυκούτσικα κόλπα που μ΄εκνευρίζουν γιατί είναι για κορίτσια αλλά ακόμη περισσότερο γιατί έχουν αποτέλεσμα.
Όμως αργά τα βράδια, τα άσχημα όνειρα μας επισκέπτονταν συχνά. Το πράγμα ήταν σοβαρό. Έπρεπε να βρούμε μια λύση. Αυτός να πάρει τα δικά μου κι εγώ τα δικά του το είχαμε αποκλείσει. Δε γινόταν. Είχαμε άλλες ζωές, άλλους φόβους, άρα και άλλους εφιάλτες. Μπορούσαμε όμως να παγιδεύσουμε τα άσχημα όνειρα. Αν γινόταν, αν υπήρχε τρόπος, να τα κλείσουμε σ΄ένα κουτί που να κλειδώνει με λουκέτο, σε μια φυλακή για εφιάλτες. Η ιδέα μας άρεσε. Τον τρόπο δεν ξέραμε.
-    Μαμά, ξέρεις κανένα τρόπο να φυλακίζουμε τα άσχημα όνειρα; Ρώτησα τη μάνα μου μετά από πολλά συμβούλια που δεν είχαμε καταφέρει να βγάλουμε άκρη με τον ταλαίπωρο αδελφό μου.
-    Μπορείτε να φτιάξετε μια ονειροπαγίδα, μου απάντησα απλά κι εγώ νόμιζα ότι μου είχε αποκαλύψει τη μυστική συνταγή της ευτυχίας.
-    Θα μας βοηθήσεις;
-    Πάντα! Απάντησε η μάνα μου και την επομένη κρεμόταν πάνω από τα κρεβάτια μας η δική μας ονειροπαγίδα, με πούπουλα, φτερά και χάντρες. Και τα κακά όνειρα παγιδεύονται στον ιστό της και δεν μας απειλούν πια. Δεν ξέρω αν βοήθησε η ονειροπαγίδα αλλά ο Τζώρτζης κοιμάται πια πιο ήσυχος κι εγώ επίσης. Ο μπαμπάς βέβαια λέει:
-    Οι ονειροπαγίδες σας μαράνανε, οι βλακείες που βλέπετε στην τηλεόραση και οι ιστορίες που λέτε μεταξύ σας για να τρομάζετε δεν σας πείραξαν;
Μπορεί να΄χει λίγο δίκιο αλλά εγώ προτιμώ να πιστεύω στη μαγική δύναμη του φυλαχτού μας, μέχρι να παλιώσει και να μην το χρειαζόμαστε πια. Έπειτα, έχουμε ο ένας τον άλλον και αυτό μας δίνει δύναμη. Και ποιος ξέρει, ίσως στην επόμενη δυσκολία να είμαστε αρκετά θαρραλέοι ώστε να μπούμε ο ένας στα όνειρα του άλλου.
 Έτσι για δοκιμή…

1 σχόλιο:

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !