Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Ταξιδιώτης του ονείρου

(Γράφει και εικονογραφεί η Παναγιώτα)

Το δωμάτιο του ήταν γεμάτο από κάθε λογής αντικείμενα. Τόσο γεμάτο που θα έλεγε κανείς πως δεν ήταν παιδικό δωμάτιο αλλά πολυκατάστημα ή ακόμη και…παλαιοπωλείο! Μπάλες, σβούρες, πολύχρωμα φτερά, μπίλιες γυάλινες και σιδερένιες, χάντρες, γυάλινα μπουκάλια και γυαλιά, πέτρες, βότσαλα, υφάσματα, καπέλα, ξύλινες βέργες, και τόσα άλλα που έκαναν κάθε άνθρωπο που έμπαινε εκεί μέσα  να απορεί αλλά και να θέλει να φύγει γιατί πολύ απλά δεν είχε που να καθίσει.

Ο Κωνσταντίνος ήταν δεινός ταξιδευτής. Είχε πάει σε μέρη μακρινά που ούτε οι πιο σπουδαίοι εξερευνητές δεν είχαν φτάσει! Είχε συναντήσει παράξενους ανθρώπους σε πολλούς άγνωστους τόπους χωρίς αυτό να σημαίνει πως έμπαινε συχνά σε αεροπλάνα, πλοία και τρένα.
Κάθε που ερχόταν το βράδυ και όλα τα παιδιά έκλειναν απαλά τα μάτια τους για να τους πάρει στην αγκαλιά του ο Μορφέας, ο ύπνος άνοιγε στον Κωνσταντίνο μια πόρτα και τα ταξίδια ξεκινούσαν. Το κρεβάτι του γινόταν πλοίο που σαλπάρει, το σώμα  άφηνε την σκέψη να το πάει όπου θέλει και με διαβατήριο το γλυκό φιλί για καληνύχτα της μαμάς του, έφευγε για μέρη ονειρικά. Βρισκόταν ανάμεσα σε άπειρες επιλογές προορισμών και το σώμα του είχε πολλές δυνατότητες…Ήταν αόρατος, άλλοτε πετούσε, εμφανιζόταν-εξαφανιζόταν, και φυσικά συναντιόταν με ανθρώπους που γνώριζε, αλλά και άλλους που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του, με ζώα, με παράξενα πλάσματα και ότι άλλο είχε και δεν είχε ποτέ του φανταστεί. Ο χρόνος έμοιαζε να σταματά ή ακόμη και να δείχνει…ατέλειωτος. Μέχρι που ερχόταν το ξυπνητήρι να του θυμίσει πως ο χρόνος έχει αρχή και τέλος και πως εκείνη τη στιγμή ήταν η αρχή της ημέρας του. Κάθε όμως που ξυπνούσε, έβρισκε στο χέρι του και ένα αντικείμενο φερμένο από το μέρος που είχε βρεθεί.

Σε ένα δάσος είχε βοηθήσει πουλιά να ξεφύγουν από  παγίδες κυνηγών. Τότε ήταν που έφερε μαζί του εκείνη την ξόβεργα. Σε μια συνάντηση που είχε με μια μάγισσα απόκτησε ένα πολύχρωμο μπουκαλάκι (που περιείχε όπως του είχε εκείνη πει, πάχνη από τον κήπο της) και τη φορά που γνώρισε έναν φοβερό και τρομερό πειρατή κέρδισε με το σπαθί του…ένα σπαθί! Σε ένα όνειρο γεμάτο αέρα ένας χαρταετός τον τραβούσε ψηλά ανάμεσα σε αχτίδες που ήταν κρυμμένες στα σύννεφα και τότε έφερε μαζί του ένα κομμάτι χρυσού σπάγκου που δεν ήξερε αν ήταν απ’ την ουρά του χαρταετού ή  ηλιαχτίδα.
Τα όνειρα τον περίμεναν κάθε βράδυ για να τον ξεναγήσουν στα μαγικά τους μέρη και να εμπλουτίσουν την συλλογή του με  λάφυρα της νύχτας.
Δεν ήταν όμως πάντα τόσο ευχάριστα όσο περίμενε. Τα ονειρικά του ταξίδια έκρυβαν και πολλές αγωνίες. Είχε λιποψυχήσει εκείνη τη φορά που μια γοργόνα ήθελε να τον κρατήσει για πάντα στο βυθό αν δεν απαντούσε στο αίνιγμα της. «Ποιό είναι το ον που όταν γεννιέται έχει τέσσερα πόδια, στη συνέχεια γίνεται δίποδο και όταν γερνά αποκτά και τρίτο πόδι;» Αν και εκείνη τη στιγμή ένιωθε να στερεύει ο αέρας, μια δόση χαράς τον διαπέρασε.
«Ο άνθρωπος είναι!» απάντησε και οι λέξεις έγιναν μπουρμπουλήθρες που τις ακολούθησε προς την επιφάνεια της θάλασσας. Έβλεπε την γοργόνα να απομακρύνεται και σκέφτηκε πόσο όμορφη ήταν σε αντίθεση με την Σφίγγα που ρωτούσε το ίδιο αίνιγμα. Το λάφυρο αυτού του ονειροταξιδιού ήταν ένας αστερίας που πρόλαβε να αρπάξει από τον βυθό.
Μια άλλη φορά, βρισκόταν με την μητέρα του κάτω από ένα μεγάλο ξέφωτο πλάϊ σε μια πηγή και εκεί που μιλούσαν και γελούσαν εκείνη έπαψε να τον ακούει και μετά ούτε που τον έβλεπε. Όταν χρειάστηκε να βάλει τις φωνές την βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του να του χαμογελάει λέγοντας του «όνειρο ήτανε» και φυσικά τον έβλεπε και τον άκουγε! Στο χέρι του κρατούσε ένα μαντήλι. Αυτό που φορούσε η μητέρα του στο όνειρο.




Έτσι πέρασαν τα χρόνια και ο Κωνσταντίνος περίμενε με  καρδιοχτύπι τις ονειρικές του περιπέτειες. Το δωμάτιο του όμως, άρχισε να φαίνεται αφιλόξενο. Μόλις που χωρούσε τον ίδιο. Οι «θησαυροί» του προσπαθούσαν να τον εξορίσουν. Όταν  ξυπνούσε ένιωθε ότι πρωταγωνιστεί σε εφιάλτη. Σε λίγο καιρό δεν θα υπήρχε χώρος ούτε για να ξαπλώσει.
Σκέφτηκε να χαρίσει κάποια αντικείμενα, να πετάξει κάποια άλλα μα τι να κρατήσει και τι να εγκαταλείψει. Κάθε ένα από αυτά είχε να του θυμίσει και από μία  ιστορία.
Μα αυτό ήταν! Πως δεν το είχε σκεφτεί; Θα αποχαιρετούσε τα αντικείμενα του και θα γινόταν και πάλι αυτός ο κυρίαρχος του δωματίου του. Θα έπιανε να γράψει για τις περιπέτειες του. Θα έκανε συλλογή από δικά του παραμύθια, από ιστορίες φτιαγμένες στου ονείρου την ανέμη.
Οι γονείς του απόρησαν που τον είδαν να βάζει σε κουτιά, τα αντικείμενα που μέχρι τώρα είχαν καταλάβει τον προσωπικό του χώρο αλλά έδειχνε να μην μπορεί να αποχωριστεί. Τον είδαν  να περνάει ώρες πάνω από χαρτιά, να γράφει και να ζωγραφίζει, να σβήνει με τη γόμα του, να ψάχνει για την ξύστρα του, να χαμογελάει, να αναστενάζει, να σκέφτεται.

Κρατώντας ένα πούπουλο πουλιού , έγραψε μια ιστορία για έναν νυχτοκόρακα που του άρεσε να κολυμπάει στα νερά μιας λίμνης κάθε πανσέληνο του Αυγούστου. «Κοίτα…το φεγγάρι έχει το κόκκινο του ήλιου» του είχε πει σε εκείνο το όνειρο και ο Κωνσταντίνος από εκείνη τη στιγμή κάθε που έβλεπε μια τέτοια πανσέληνο ζητούσε από τους γονείς του να ξενυχτήσει λίγο παραπάνω…
Με μια μικρή πετρούλα αντίκρυ του, έγραψε για τρία μαγικά αντικείμενα (μια πέτρα, ένα φύλλο και ένα κοχύλι) που χωρίς αυτά δεν μπορούσε ένα παλικάρι να βρει την μιλιά του γιατί  την είχε πάρει ένα αλλόκοτο τέρας που χάρη στα τρία αυτά αντικείμενα ξαναβρήκε την μορφή του (έγινε ένας χαμαιλέοντας) .

Κάθε που γέμιζε τις σελίδες, το δωμάτιο άδειαζε. Και έμενε καθαρό. Το τοπίο…ξεκαθάριζε! Ο Κωνσταντίνος βρήκε παλιά ξεχασμένα παιχνίδια, αγαπημένα βιβλία που ένιωσε να τα έχει πεθυμήσει.
Ξεφυλλίζοντας κάποια από αυτά, σκέφτηκε: «Ίσως αυτοί που γράφουν ιστορίες, ονειρεύονται πολύ, σαν εμένα». Θέλησε λοιπόν να δει τις ονειρικές περιπέτειες που υπήρχαν μέσα σε αυτά τα βιβλία και την ώρα που διάβαζε ο χρόνος έμοιαζε όπως στα όνειρα, να σταματά ή ακόμη και να δείχνει…ατέλειωτος. Ξέχασε αν είναι μέρα ή νύχτα, αν βρίσκεται σε όνειρο ή στην πραγματικότητα.

Από εκείνη την ημέρα, ο Κωνσταντίνος έπαψε να περιμένει καρδιοχτυπώντας να έρθει το βράδυ για να ονειρευτεί. Για να ζήσει μια περιπέτεια. Ονειρεύεται όταν γράφει μα και όταν διαβάζει. Φτιάχνει ιστορίες για όσα βλέπει όταν κοιμάται, μα και για όσα ζει στον ξύπνιο του. Άλλες πάλι φορές διαβάζει και αυτό τον κάνει να νιώθει πως έτσι μπορεί να μπαίνει και στα όνειρα  άλλων ανθρώπων…να δίνει ρόλο στον εαυτό του και να πρωταγωνιστεί σε όποια ιστορία του κάνει κέφι. Ίσως μεγαλώνοντας να συνεχίσει να γράφει και αν οι ιστορίες του μπουν και αυτές σε  βιβλία, θα μπορεί με τη σειρά του να συντροφεύει παιδιά λίγο πριν κοιμηθούν δίνοντας τους ιδέες για να ταξιδεύουν και αυτά με τη σειρά τους με  τα αεροπλάνα, τα πλοία, τα τρένα και φυσικά… τα φτερά της φαντασίας τους…







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !