Της Αρετής Τσαγκούλη
(Μικροί λάτρεις του αστυνομικού βιβλίου γράφουν…)
Όλοι φοβούνται τα φαντάσματα. Εκτός από μένα, τη διάσημη
ντετέκτιβ Αρ.
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ. Η ξαδέλφη μου η Ξένια είχε
έρθει στο σπίτι μου για να ψάξουμε το υπόγειο. Γιατί ακούγονταν κάτι περίεργες
κραυγές από κει…
Αρχίσαμε να ανοίγουμε κουτιά σαν τρελές και να πετάμε έξω
από αυτά μαξιλάρια, πιστόλια, χαρτιά υγείας, κολιά και ο,τι άλλο μπορείτε να
φανταστείτε. Μάλλον όμως, έτσι όπως κάναμε, τρομάξαμε μια κουκουβάγια που
έφυγε.
Τελικά αυτή έκανε τους θορύβους. Ή ήταν ο κλέφτης που
αγνοείται;
Έπρεπε να δράσω γρήγορα. Έτρεξα γρήγορα στην αυλή ακούγοντας
την Ξένια να φωνάζει: που πας; Θες να σε σκοτώσει η κουκουβάγια – φάντασμα;
Αλλά εγώ δεν άκουγα γιατί έτρεχα γρήγορα από την αυλή στον
δρόμο ακολουθώντας τον κλέφτη.
Μετά ο κλέφτης βγήκε από την πόλη και τον έχασα.
Άρχισα να τρέχω σαν τρελή και ξαφνικά βρήκα ένα σπιτάκι. Μπήκα μέσα, και μια
απαίσια μυρωδιά βγήκε από κει. Μάλλον τα περασμένα χρόνια το χρησιμοποιούσαν
για τουαλέτα. Ξαφνικά ακούστηκε ένα τρίξιμο. Ο κλέφτης μπήκε στο σπιτάκι.
«Ακίνητος!» του φώναξα. «Έχεις να μου δώσεις μερικές εξηγήσεις.
Αν όχι σε μένα, στην αστυνομία.
«Εντάξει, θα μιλήσω» απάντησε. Μετά είπε: «Τα βράδια βγαίνω
έξω για να κλέψω και παριστάνω το φάντασμα. Ο Κρικτ, η κουκουβάγια μου, με
βοηθούσε στις δουλειές μου. Αλλά θα αναρωτιέστε γιατί έκλεψα αυτό» είπε και μου
έδειξε ένα μενταγιόν με ένα κόκκινο πετράδι που κάτι μου θύμιζε.
«Μια ναι, του είπα. Αυτό είναι το μενταγιόν της προπροπροπροπροπροπροπροπροπρο
γιαγιάς μου».
"Ναι, συμφώνησε. Και είναι το πιο ακριβό μενταγιόν.»
« Ώστε έτσι;» έκανα εγώ και μέσα σε λίγα λεπτά η αστυνομία
τον είχε παραλάβει.
Έτσι τελείωσε η περιπέτεια αυτή.
Και όσο για την Ξένια, έκανε να έρθει στο σπίτι μου πολύ
καιρό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου