Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Μια μυστηριώδης δολοφονία και ένα κόκκινο φόρεμα


Της Αθηνάς Σπυροπούλου

(Μικροί λάτρεις του αστυνομικού βιβλίου γράφουν…
Στο πλαίσιο της σειράς συναντήσεων στον Πολυχώρο, Μεταίχμιο)

Χτύπησε το τηλέφωνο...


Η μέρα ήταν βροχερή και απόλυτη σιωπή έπεφτε στο γραφείο. Χτύπησε το τηλέφωνο.
-Παρακαλώ; Ρώτησα
-Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου! Έλα στη βίλα της κυρίας Μπερνάν. Γρήγορα! Ακούστηκε μια ταραγμένη φωνή στο τηλέφωνο.
Μάζεψα τα πράγματά μου και πήγα στη βίλα της κυρίας Μπερνάν.
Επικρατούσε χάος. Όλοι μιλάγανε ταυτόχρονα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι έγινε. Μετά από ώρα κατάλαβα πως κάποιος είχε δολοφονήσει την κυρία Μπερνάν, την ώρα που ανέβαινε στη σοφίτα να πάρει κάτι. Όλοι ισχυρίζονταν πως ήταν φάντασμα, γιατί μόνο ένα φάντασμα θα κατάφερνε να μπει από το παράθυρο του 8ου ορόφου στη σοφίτα.

-Κύριε Μπερνάν, είπα στον άντρα της κυρίας Μπερνάν, θα πάω στη σοφίτα να το ερευνήσω λίγο.
-Ανεβείτε όπου θέλετε, αλλά κάντε κάτι! Είπε ο κύριος Μπερνάν φανερά ταραγμένος. Ανέβηκα τη σκάλα που οδηγεί στη σοφίτα, τα σκαλιά έτριζαν όπως περπατούσα και όσο ανέβαινα, τόσο πιο τρομακτικά ήταν. Όταν ανέβηκα στη σοφίτα, άναψα τον πράσινο φακό μου και όλο το δωμάτιο φωτίστηκε. Άρχισα να ψάχνω για στοιχεία. Όπως περπατούσα, πάτησα ένα ανθρώπινο πόδι.
-Άχ! Φώναξα και πετάχτηκα πίσω. Φώτισα με το φακό το σημείο που πάτησα με το πόδι και είδα, με ανακούφιση, το πόδι της νεκρής κυρίας Μπερνάν. Έψαξα κοντά στην κυρία Μπερνάν, μήπως βρω κανένα στοιχείο. Τζίφος! Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Απογοητευμένη περπάτησα προς την πόρτα για να κατεβώ στο σαλόνι. Ξαφνικά, ένα κόκκινο κομμάτι από μεταξωτό ύφασμα, με κόκκινα διαμαντένια τριαντάφυλλα, μου τράβηξε την προσοχή. Το ύφασμα ήταν κρεμασμένο από το χερούλι του παραθύρου. Σίγουρα δεν ήταν της κυρίας Μπερνάν, γιατί αυτή φορούσε γαλάζιο φόρεμα χωρίς διαμαντάκια. Άρα ήταν του δολοφόνου!

-Πώς τα πήγατε; Βρήκατε τίποτα; Με ρώτησε ο κύριος Μπερνάν όταν κατέβηκα κάτω.
-Δεν μπορώ να σας πω τίποτα ακόμη, απάντησα. Αν μου επιτρέπετε, πάω στο γραφείο μου να ερευνήσω το θέμα.
-Πηγαίνετε, αλλά σας παρακαλώ κάντε κάτι. Είπε ξανά ο κύριος Μπερνάν και έφυγα για το γραφείο μου.

Όταν έφτασα, εξέτασα καλά καλά το κομματάκι από το κόκκινο ύφασμα. Πανάκριβο. Μόνο κάποιος
πλούσιος θα μπορούσε να το φοράει. Δεν αποκλείεται ο δολοφόνος να ήταν κάποιος από τους καλεσμένους της δεξίωσης. Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος πάνω στο γραφείο μου.
Το άλλο πρωί έκανα μια βόλτα στην πλατεία που συχνάζουν οι πλούσιοι. Είχα μαζί μου το κομματάκι από το ύφασμα και κοίταζα προσεκτικά τους ανθρώπους. Αν ήμουν τυχερή…
Κάθισα 8 ώρες στην πλατεία. Ο ήλιος ήταν ψηλά, άρα ήταν 12 περίπου, κι εκεί που ήμουν απελπισμένη, ήρθε και κάθισε στο απέναντι παγκάκι μια νεαρή κοπέλα με καστανά μακριά μαλλιά και γαλανά μάτια. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα χωρίς μανίκια. Ένα κόκκινο μεταξωτό φόρεμα με διαμαντένια τριαντάφυλλα που ήταν σκισμένο κάτω από τον έναν ώμο. Και το κομματάκι ύφασμα που κράταγα στα χέρια μου ταίριαζε απόλυτα με το σκίσιμο στο φόρεμά της.
Η κοπέλα κάθισε μέχρι τις 2 στην πλατεία και μετά έφυγε. Την ακολούθησα σε ένα μεγάλο σπίτι. Εκεί έβγαλε κάτι ασημένια κλειδιά και άνοιξε την καγκελόπορτα. Όταν βεβαιώθηκα πως μπήκε μέσα στο σπίτι, βγήκα από την κρυψώνα μου και αντέγραψα τη διεύθυνση και το νούμερο του σπιτιού σε ένα χαρτί.
-Τι θέλετε κυρία μου; Άκουσα μια βαριά φωνή πίσω μου.
-Τι…τίποτα είπα και φόρεσα κάτι γυαλιά με χοντρούς φακούς. Είμαι από την πιτσαρία και κάνουμε κλήρωση. Ο νικητής κερδίζει 5 τσάμπα πίτσες.
-Και τι γράφεις εκεί;
-Τα στοιχεία σας για να μπείτε στην κλήρωση.
-Κάνε τη δουλειά σου και φύγε.
Έγραψα όλα τα στοιχεία του σπιτιού και με την μικροκάμερά μου έβγαλα μια φωτογραφία το σπίτι. Μετά έφυγα και γύρισα στο γραφείο μου.
Στο ισόγειο καθόταν η κυρία Μαίρη, η θυρωρός. Την χαιρέτησα βιαστικά κι άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες.
-Ιιιιιιι! Φώναξε η κυρία Μαίρη και με σταμάτησε με τη σφουγγαρίστρα.
-Τι έγινε; Φάνωξα αναστατωμένη.
-Τα παπούτσια σου! Φώναξε η κυρία μου έδειξε τα παπούτσια μου.
Πραγματικά είχαν τα χάλια τους. Ήταν γεμάτα χώρα και ξεραμένη λάσπη, επιπλέον έσταζαν βρομόνερα και, όπου πατούσα, άφηνα ένα μαύρο αποτύπωμα της σόλας μου.
-Συγγνώμη, μουρμούρισα και συνέχισα να ανεβαίνω βιαστικά τις σκάλες ακούγοντας τα ιιιιιιιιιιι της κυρίας Μαίρης.
Η πόρτα άνοιξε και από μέσα βγήκαν δυο γυναίκες. Τη μία την ήξερα. Ήταν η δολοφόνος. Την άλλη, πάλι, πρώτη φορά την έβλεπα. Ήταν εξίσου ψηλή και λεπτή με τη δολοφόνο, αλλά στα υπόλοιπα εντελώς διαφορετική. Είχε ξανθά μαλλιά πιασμένα όλα σα μαρούλι πάνω στο κεφάλι της. Είχε τεράστια πράσινα μάτια  που γυαλίζανε και κάτασπρο δέρμα. Τα χείλια της ήταν τόσο βαθύ σκούρο κόκκινο που σε τρομάζανε ενώ τα φρύδια της ήταν λεπτά και ανασηκωμένα. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα μακρύ, μέχρι το πάτωμα, χωρίς μανίκια. Στον δεξί της ώμο φαινόταν καθαρά ένα τατουάζ με ένα σμαραγδένιο φίδι που νομίζεις πως θα σε φάει.
-Αντίο Φρίντα. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία, είπε η δολοφόνος στην άλλη κοπέλα.
-Δεν κάνει τίποτα, απάντησε η Φρίντα. Η φωνή της ήταν πολύ καταχθόνια, σα να μιλούσε το φίδι κι όχι αυτή.
-Πάμε σπίτι γρήγορα είπε η δολοφόνος και μπήκε σε μια μαύρη λιμουζίνα.
Ανέβηκα στο ποδήλατό μου και τις ακολούθησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά η λιμουζίνα έτρεχε σαν πύραυλος και δεν την πρόλαβα.
-Να πάρει! Φώναξα και φρέναρα το ποδήλατο. Απογοητευμένη πήγα στο περίπτερο και πήρα ένα κουτί ζελεδάκια. Όταν τα μασάω, με βοηθάει να σκέπτομαι, οπότε τα μάσησα καλά καλά.
-Που οδηγούν αυτά τα στενάκια; Ρώτησα τον κύριο στο περίπτερο.
-Όλα στη λεωφόρο, εδώ πιο κάτω…
-Και έχει  κίνηση σήμερα;
-Ναι, όλοι γυρίζουν σπίτι τους τέτοια ώρα. Τίγκα είναι οι δρόμοι.
Ευχαρίστησα και έτρεξα να πάρω το ποδήλατό μου. Έκανα πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα και έφτασα στη λεωφόρο.
-Ναι! Φώναξα. Την είδα τη μαύρη λιμουζίνα κολλημένη στην κίνηση.
Ντιιν. Ντοον! Χτύπησε το κουδούνι. Τι χαζή που ήμουν. Χτύπησα το κουδούνι με την απροσεξία μου.
Η βαριά πόρτα άνοιξε και είδα μια άλλη κοπέλα, ίδια με τη δολοφόνο. Οι μόνες διαφορές ήταν πως αυτή χαμογελούσε και δεν είχε μια ουλή στο πίσω μέρος του λαιμού.
-Καλή σας μέρα, με χαιρέτησε.
-Επίσης.
-Τι θα θέλατε;
-Αν γίνεται να περάσω…θέλω να μάθω ορισμένα πράγματα για μια κυρία που μένει εδώ και σας μοιάζει πάρα πολύ.
-Α, μάλλον εννοείτε την Φιόνα, την αδερφή μου. Εγώ είμαι η Φένια. Φένια Λα Ρόουζ.
-Κάθριν Έιμς. Μπορώ να περάσω;
-Αχ ναι περάστε, είπε η Φένια και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Με οδήγησε σε ένα τεράστιο σαλόνι με χαλιά από δέρμα λεοπάρδαλης και καναπέδες από γούνα αγριόγατας.
-Πολύ όμορφη διακόσμηση…αλλά δεν είναι παράνομο να γδέρνουμε ζώα; Είπα.
-Αν τα σκοτώσεις για να τα γδάρεις, ναι. Αν όμως τα βρούνε νεκρά ή άρρωστα…
-Μπορώ να καθίσω;
-Βεβαίως. Να σας κεράσω κάτι;
-Λίγο νεράκι.
-Αμέσως είπε η Φένια και χαμογέλασε. Σηκώθηκε, έφυγε από το δωμάτιο και επέστρεψε κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο με δυο ποτήρια.
-Αφού βλέπω είστε πλούσια, γιατί δεν έχετε υπηρέτες;
-Μου αρέσει να κάνω δουλειές μόνη μου. Δε θέλω να πιέζω άλλους ανθρώπους…
-Α..ε…πόσο καιρό ζείτε σε αυτό το σπίτι;
-Από μικρό παιδί. Ήταν του προ-προπάππου μου.
-Και είχατε πάει στη δεξίωση που έκανε ο κύριος Μπερνάν με τη γυναίκα του;
-Μμμ… ναι. Πολύ καλοί άνθρωποι.
-Και η αδερφή σας είχε έρθει;
-Ναι, όμως κάποια στιγμή την έχασα.
-Ήσασταν παρούσα όταν πέθανε η κυρία Μπερνάν;
-Ν…Όχι! Είπε η Φένια ταραγμένη.
-Νιώθετε καλά; Γιατί σας βλέπω λίγο ταραγμένη.
-Όχι και τόσο. Πονάει το κεφάλι μου. Σας παρακαλώ…θέλω λίγο να ξαπλώσω.
-Να σας φέρω λίγο νερό;
-Φύγετε παρακαλώ.
Δεν επέμενα. Πήγα στο γραφείο μου. Ξεκλείδωσα την κύρια είσοδο και προσπάθησα να μπω μέσα , αλλά ένα μεταλλικό μπαστούνι μου έκλεισε τον δρόμο.
-Κυρία Μαίρη! Αφήστε με να περάσω!
-Φόρα αυτά πρώτα, είπε και μου έτριψε στη μούρη ένα ζευγάρι πανιά.
-Τι να τα κάνω αυτά;
-Να τα δέσεις στα πόδια σου είπε η κυρία Μαίρη.
-Κάνε γρήγορα. Βιάζομαι ξέρεις.
-Καλά καλά είπα και έδεσα φουριόζικα τα πανιά στα πόδια μου. Ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και μπήκα στο διαμέρισμά μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και άνοιξα το σακίδιό μου. Έψαξα λίγο και τράβηξα μια κορνίζα με μια φωτογραφία μέσα. Η φωτογραφία έδειχνε δυο κοριτσάκια που καθόντουσαν αγκαλιασμένα μπροστά σε ένα τζάκι. Ήταν ολόιδια με δυο διαφορές. Το ένα είχε ξανθό μαλλί ενώ το άλλο καστανό και μια ουλή στο λαιμό.


-Ευχαριστώ πολύ που ήρθατε, είπα.
-Παρακαλώ. Ευχαρίστησή μου, απάντησε η κοπέλα
-Παρακαλώ καθίστε είπα και της έδειξα το καναπεδάκι.
-Γιατί με καλέσατε σπίτι σας;. Με κοιτούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια της και περίμενε την απάντησή μου. Πήρα βαθιά ανάσα.
-Γνώρισα πριν λίγο καιρό την αδελφή σας. Μιλήσαμε λίγο κι ύστερα έφυγα γιατί την έπιασε πονοκέφαλος. Όπως έφευγα πήρα μαζί μου αυτή τη φωτογραφία. Ήταν σ’ ένα ντουλάπι.
-Εγώ και η Φιόνα είπε κατάπληκτη η κοπέλα.
-Φιόνα; Δηλαδή εσείς είστε η Φένια;
-Ναι. Που το παράξενο.
-Η αδερφή σας μου τα είπε αντίστροφα.
-Αποκλείεται, μάλλον ακούσατε λάθος. Εγώ είμαι η Φένια και αυτή είναι η Φιόνα.
-Μα το είπε ξεκάθαρα.
-Δηλαδή πώς;
-Είπε ξεκάθαρα «Εγώ είμαι η Φένια. Φένια Λα Ρόουζ.
-Πολύ παράξενο…μουρμούρισε η κοπέλα και πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της.
-Η αδερφή σας είχε ξανθά μαλλιά κάποτε. Ξέρετε για ποιον λόγο τα έκανε καστανά;
-Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Πριν 6 μήνες άρχισε να τα βάφει σαν τα δικά μου, αν και το ξανθό της πήγαινε τρομερά.
-Τη ρωτήσατε ποτέ γιατί τα βάφει έτσι;
-Δεν με ενδιέφερε. Δεν ήθελα να ξέρω γιατί τα κάνει αυτά.
-Ποια «αυτά»; Αφού μόνο για τα μαλλιά της μιλάμε.
-Όχι. Προσέξτε πιο καλά τη φωτογραφία και εστιάστε στο πρόσωπο. Θα δείτε μια κόκκινη φακίδα στο αριστερό μάγουλο.
-Έχετε δίκιο…μα…όταν την είδα δεν είχε τίποτα.
-Βάζει πούδρα, ρουζ, μάσκες ομορφιάς… δεν ήθελε να φαίνεται. Όλα αυτά πριν έξη μήνες. Επίσης τον τελευταίο καιρό λέει πως αδυνάτισε και φορά τα ρούχα μου, γιατί τα δικά της της είναι μεγάλα.
-Ευχαριστώ για τις πληροφορίες…μπορείτε να αποχωρήσετε. Η δεσποινίς Λα Ρόουζ σηκώθηκε, με χαιρέτησε με ένα νεύμα και αποχώρησε.
-Μα δε βγάζει νόημα..σκέφτηκα όταν έμεινα μόνη. Μα πραγματικά όλα οδηγούσαν στη Φιόνα και πως αυτή ήταν η δολοφόνος αλλά κάτι δε μου κολλούσε. Όταν πήγα στη βίλα του κυρίου Μπερνάν, η Φιόνα ήτανε δίπλα του κι έκανε αέρα με τη βεντάλια της.  Όμως πουθενά δεν ήταν η Φένια, ενώ είχε έρθει στη δεξίωση…


-Καλημέρα, είπα.
-Εσείς με ποιο δικαίωμα έρχεστε…
-Έχω κάθε δικαίωμα να σας ανακρίνω κυρία Λα Ρόουζ. Για να ακριβολογήσω…ΦΙΟΝΑ Λα Ρόουζ!
-Μα τι στο…Εγώ είμαι η Φένια, ψέλλισε η κοπέλα.
-Κατά τα λεγόμενα της αδερφής σας είστε η Φιόνα Λα Ρόουζ.
-ΦΥΓΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!
-Δεν κάνω βήμα, αν δεν απαντήστε στις ερωτήσεις μου.
-Εγώ είμαι η ΦΕΝΙΑ Λα Ρόουζ και, αν δε θέλετε να φωνάξω την αστυνομία, ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΤΕ ΑΜΕΣΩΣ από δω!
-Ταυτότητα παρακαλώ.
-Τι πράγμα; Ρώτησε η Φιόνα δαγκώνοντας τα χείλη της.
-Την ταυτότητά σας παρακαλώ, είπα και τέντωσα το χέρι μου.
-Εγώ…Μα τι πράγματα μου λέτε; ΕΓΩ πρέπει να δω την ταυτότητά σας γιατί με δουλεύετε!
-Ορίστε είπα κι έβγαλα την ταυτότητά μου.
-Ναι…Χμ…Χμμμμμ, ναι…ναι…ναι…μπλα μπλα μπλα ντε…ντε…ντετέκτιβ; ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ;
-Τώρα η σειρά σας είπα.
-Καλά…μην κάθεσετε έξω…Ελάτε μέσα, είπε και με έσπρωξε απαλά προς τα μέσα. Περάσαμε το σαλόνι και ανεβήκαμε στο δωμάτιο των κοριτισιών. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με τσάντες και ρούχα.
-Μισό λεπτό παρακαλώ, είπε η Φιόνα και άνοιξε ένα ντουλάπι. Έψαξε αρκετή ώρα μα στο τέλος έβγαλε μια λιλά, γυαλιστερή τσάντα με χρυσό χερούλι και λιλά πούλιες. Την άνοιξε και άρχισε να ψαχουλεύει το εσωτερικό της. Ξαφνικά τράβηξε από μέσα ένα μικρό πιστόλι με ασημένια λαβή.
-ΑΚΙΝΗΤΗ! Φώναξε, πράγμα που έκανε το αίμα μου να παγώσει από τρόμο. Με πλησίασε αργά και μου κόλλησε την κάνη στο κούτελο. Κόμποι ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό μου.
-Έχεις κάποια τελευταία επιθυμία; Με ρώτησε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
-Σκύψε! Φώναξα κι έπεσα κάτω.
-Χα! Δεν πιάνουν εδώ αυτά τα κόλπ…πήγε να πει αλλά δεν πρόλαβε γιατί ένα μπαούλο εκτοξεύτηκε στην πλάτη της και την έριξε κάτω. Το όπλο έφυγε από τα χέρια της και, πριν προλάβει να το πάρει, το βούτηξα και τη σημάδεψα.
-Ούφ! Τι βαρύ. Άκουσα μια φωνή που μου φάνηκε αρκετά γνώριμη. Μετά από λίγο είδα τη Φένια να ξεπροβάλει πίσω από τις ντουλάπες…
-Αφήστε με να φύγω! Ούρλιαξε η Φιόνα.
-Πρώτα θέλω μια εξήγηση, είπα ήρεμα.
-Δεν έχω να πω τίποτα, είπε η Φιόνα.
-Αφού δε θες να τα πεις σε μας, θα τα πεις στον παράδεισο που θα πας…ή μάλλον στην κόλαση, είπα και κούνησα το όπλο στο χέρι μου.
-Καλά καλά! Αστειευόμουν! Είπε η Φιόνα.
-Τότε άρχισε, γιατί, όπως φαίνεται, έχεις πολλά να μας εξηγήσεις.
-Πφ…Ας το πάρω από την αρχή. Εγώ και η Φένια είμαστε δίδυμες. Κάθε μέρα επισκεπτόμασταν διάφορα μέρα με τους γονείς μας. Όλοι οι άνθρωποι κοίταζαν τη Φένια και το υπέροχο χαμόγελό της. Αντίθετα εγώ πάντα έβγαζα ένα σαρκαστικό χαμόγελο που θα τρόμαζε οποιονδήποτε. Μια μέρα, που πήγαμε στον ζωολογικό κήπο, ένας λύκος γρατσούνισε τη Φένια στον λαιμό, με αποτέλεσμα όποτε γελά πλατιά, με το λαμπερό της χαμόγελο, να ποντά.
Όταν μεγαλώσαμε, ο πατέρας μας μας ανακοίνωσε πως δε θα ζούσε για πολύ ακόμη και έγραψε στη διαθήκη του πως θα άφηνε 500.000 ευρώ στην κάθε μια. Εγώ σπατάλησα γρήγορα τα λεφτά μου και αναγκάστηκα να ζω με τη Φένια.
Η απερισκεψία και η πλεονεξία μου με οδήγησαν να εκβιάζω αγαπημένα πρόσωπα για να μου δίνουν λεφτά, όμως αυτό δε μου έφτανε. Κάποια στιγμή ο κύριος Μπερνάν οργάνωσε έναν χορό. Αν κατάφερνα να βγάλω τη Λούσι Μπερνάν από τη μέση, θα μπορούσα να παντρευτώ τον ζάπλουτο κύριο Μπερνάν που, σε λίγα χρόνια, θα πέθαινε από γεράματα. Η περιουσία του θα ήταν δική μου.
Φόρεσα ένα κόκκινο φόρεμα της αδερφής μου, με κόκκινα διαμαντάκια που σχημάτιζαν τριαντάφυλλα. Φόρεσα κόκκινα μεταξωτά γάντια και ένα πράσινο φόρεμα με τεράστια γάντια κάτω από τα άλλα ρούχα.
Ξεκίνησα με τη Φένια για τη δεξίωση και όταν φτάσαμε έτρεξα προς το κελάρι. Εκεί βούτηξα το πιο ακριβό κρασί και το ανέβασα στο πατάρι. Κρύφτηκα πίσω από ένα μπαούλο και περίμενα. Η κυρία Μπερνάν δεν άργησε να φανεί. Χωρίς να το πολυσκεφτώ πάτησα τη σκανδάλη του όπλου και αυτό ήταν. Είχε πεθάνει. Σκαρφάλωσα στο παράθυρο και επίτηδες έσκισα ένα κομμάτι από το φόρεμά μου για να αφήσω ίχνη. Έβγαλα την κόκκινη τουαλέτα. Όταν κατέβηκα κάτω λέρωσα επίτηδες το φόρεμα της Φένιας και της έδωσα να βάλει το κόκκινο. Έπειτα προσπάθησα να την ενοχοποιήσω. Είπα πως τη λένε Φιόνα γιατί μερικοί με είδαν με την κόκκινη τουαλέτα και έτσι προσπάθησα να δείξω πως είμαι η Φένια κάνοντας πλαστικές στο πρόσωπό μου.
Ο κύριος Μπερνάν θα μου έκανε πρόταση γάμου σήμερα το βράδυ κι έτσι θα γινόμουν ζάπλουτη αλλά ήρθες εσύ, η ανακατοσούρα…
-Ώστε έτσι ; Τότε, όταν ήρθα να ερευνήσω τη βίλα, η αδερφή σου δεν ήταν…
-Δοκίμαζα το φόρεμα…Σας είδα που φεύγατε.
-Τώρα όλα εξηγούνται. Λυπάμαι Φιόνα, μα θα σου κάνω την τιμή να πας στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής σου. Φένια…σε παρακαλώ πάρε την αστυνομία και τον κύριο Μπερνάν. Έχουμε πολλά να τους πούμε.
(Αυτή είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου υποθέσεις. Κάποια φορά ίσως πω για την υπόθεση των κλεμμένων Φαραώ!)

Α.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !