Γράψαμε :

Επικαιρότητα (87) Καλλιτεχνική γωνιά (16) Η ποίηση βρίσκεται παντού (12) Διαχρονικά και άλλα (9) Με αφορμή ένα κιθαριστικό κομμάτι (9) Οι μαθητές γράφουν (9) Ένα όνειρο (8) Αφιερώματα (8) Ξεκινώντας από μια συνέντευξη (8) Ένας ξένος στην οικογένεια μας (7) Προσωπικά αντικείμενα (6) Σεμινάρια (6) Εκδηλώσεις (5) Ιστορία για καληνύχτα (5) Οδηγίες Χρήσης (5) Παρωδία ενός κλασικού παραμυθιού (5) Όμορφος / Όμορφη (4) Αφίξεις - Αναχωρήσεις (4) Λόγου τεχνήματα (4) Ορισμός συγγραφέα (4) Παιδί και εκπαίδευση (4) άσκηση: Μυστήριο στο Μεταίχμιο (4) SMS : Αγάπη μου τελειώσαμε ... (3) Άσκηση: Μια ιστορία με τις λέξεις μπαούλο (3) Δρυίδων έργα (3) Ιστορίες με ζώα (3) Σεμινάριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά. Πολυχώρος. Γράφουμε αστυνομικές ιστορίες (3) Χειροποίητα βιβλία (3) Για τη γραφή (2) Διαγωνισμοί (2) Ιστορίες της κρίσης (2) Καλοκαιρινά (2) Φιλαναγνωσία στα σχολεία (2) Ψυχανάλυση και λογοτεχνία (2) Βιβλία (1) Εργαστήριο δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης για παιδιά (1) Η πρώτη μου ανάμνηση (1) Κριτική (1) Μαθητών έργα (1) Μεταίχμιο 2013 (1) Μεταμορφώσεις (1) Μια ιστορία (1) Περί ευτυχίας (1) Προσκλήσεις (1) Συγγραφείς στα σχολεία (1) Τα καλά νέα (1) σοφίτα (1) φάντασμα (1)

Μετααααβολή!

( Γράφτηκε από την Ελισσάβετ Καμπάνη )


Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μακρινή χώρα που λεγόταν Μεγάλο 
Μπουμπουνιστάν. Η χώρα περιτριγυρίζονταν από θαρραλέους εχθρούς 
αλλά ο βασιλιάς της, ο Μπουμπουνόκαρδος ο Μέγας, ήταν φοβητσιάρης. 
Έδινε πρόθυμα ότι απαιτούσαν οι εχθροί, υποχωρούσε, κρυβόταν, έτρεμε 
να μπει σε πόλεμο. Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά η χώρα συνεχώς μίκραινε και 
φτώχαινε. Έφτασε να λέγεται (σκέτο) Μπουμπουνιστάν.



«Μεγαλόψυχε βασιλιά μου» έκανε μια τριπλή υπόκλιση ο πιστός του αρχιστράτηγος,
 «η φήμη σας έχει ξαπλωθεί παντού. Σας παρουσιάζω την πρεσβεία από το Πέρα 
Μπουμπουνιστάν που ζητά να τους παραδώσουμε τη λίμνη Παρωτίτιδα, τη 
βασιλική άμαξα και δέκα λυγερές κοπέλες».
«Ας γίνει κι έτσι, εγώ θα πηγαίνω με το βασιλικό ποδήλατο» ενέδωσε πρόθυμα 
ο Μπουμπουνόκαρδος ο Μέγας.
Τα νέα ταξίδευαν και οι πρεσβείες που ζητούσαν ακρόαση σχημάτιζαν μια ουρά 
που γυρνούσε πέντε φορές γύρω από το παλάτι και συνεχώς μεγάλωνε. Πρώτες 
στριμώχνονταν αυτές από τις γειτονικές χώρες, το Δώθε Μπουμπουνιστάν, 
το Παραδίπλα Μπουμπουνιστάν και το Μπεμπεστάν. Πιο πίσω χώρες μακρινές, 
από τα πέρατα της γης, έρχονταν να προλάβουν κι αυτές. «Τζάμπα ξύδι, γλυκό 
σα μέλι». Ο λαός του Μπουμπουνιστάν διαδήλωνε «Στείλτε τον μπούλη στη 
Μπουμπούλη» (διάσημος τόπος εξορίας). Ο αρχιστράτηγος, ο μέγας αυλάρχης 
και ο υπερμάγειρας, οι πιο πιστοί άνθρωποι του βασιλιά, αποφάσισαν πως δεν 
πάει άλλο.
«Μεγαλειότατε, στριμωχτήκαμε σα σαρδέλες, μήπως να τους ξεφορτωθείτε 
τους αδιάντροπους;»
«Μα αν τους διώξω θα μας επιτεθούν....»
«Δε φοβόμαστε κανένα! Θα τους νικήσουμε» κορδώθηκε ο αρχιστράτηγος και, 
χωρίς να το καταλάβει, πάτησε την πιο ευαίσθητη χορδή του βασιλιά. 
«Με σας μπροστά, να εμψυχώνετε τους φαντάρους μας, θα θριαμβεύσουμε!»
Τα στρουμπουλά μάγουλα του Μπουμπουνόκαρδου αναψοκοκκίνησαν 
και σου ερχόταν να τα τσιμπήσεις. «Όχι, όχι δεν τις αντέχω τις μάχες» πετάχτηκε 
από το θρόνο του. «Τα πόδια μου τρέμουν...ξέρετε πως κουράζομαι να 
περπατάω» είπε και, κατάκοπος, ξανακάθισε. «Από την άλλη, δεν μου 
αρέσουν τα αίματα... μου θυμίζουν τον κοκκινιστό κόκορα, που ξέρετε 
πως τον σιχαίνομαι» κλαψούρισε με την ψιλή φωνούλα του.
«Μα υπεροχότατε...»
«Όχι, όχι μη με πιέζετε. Ξεχνάτε πως σιχαίνομαι να με αγγίζουν; Οι πολεμιστές 
είναι βρώμικοι και ιδρωμένοι και έχουν την κακή συνήθεια να σε ζουλάνε ολόγυρα».
Ο αρχιστράτηγος, ο μέγας αυλάρχης και ο υπερμάγειρας, οι πιο έξυπνοι άνθρωποι 
του βασιλιά, έπρεπε να βρουν γρήγορα μια λύση. Φώναξαν κρυφά εφευρέτες 
και σχεδιαστές, σιδεράδες και καφετζούδες, στρατηγούς και 
σοφούς σε έκτακτο μπουμπουνοσυμβούλιο.
«Θέλουμε να φτιάξετε μια πανοπλία για το βασιλιά, που μόλις τον βλέπουν οι 
εχθροί να τρέμουν και να μη τον πλησιάζουν» είπε ο αρχιστράτηγος, 
δίνοντάς τους ένα τόνο διαμαντένιο ατσάλι.
«Ααα, και μπροστά στα μάτια να έχει πατζούρια, που να κλείνουν μόλις 
αρχίζει η μάχη» είπε ο υπερμάγειρας δίνοντάς τους από ένα πουγκί αλάτι (που 
τότε ήταν πιο πολύτιμο κι από το χρυσάφι).
«.. και ρόδες για να τον τσουλάμε» παρήγγειλε ο μέγας αυλάρχης, δίχως 
να βάλει το χέρι στην τσέπη........μεγάλος τσιγκούνης.
«Φροντίστε να έχει και κείνο ...και το άλλο...και το παράλλο....» τους πρόσταζαν 
κάθε λίγο και λιγάκι.
Στρώθηκαν, λοιπόν, οι εφευρέτες στην ονειροπόληση, ξαπλωμένοι στα βασιλικά 
ανάκλιντρα. Οι σοφοί μηχανορραφούσαν, όπως πάντα, πίσω από τις βαριές κουρτίνες 
του παλατιού και στραβοκοίταζαν τους σχεδιαστές που σβήναν – γράφαν 
βιαστικοί. Οι σιδεράδες ακόνιζαν τ΄ αμόνια τους με μανία, ενώ οι στρατηγοί 
έπιναν αραχτοί καφέ με τις καφετζούδες.
Ξαφνικά, κυκλοφόρησε η φήμη πως ο αυτοκράτορας της Αλεπουδίας ερχόταν 
με μεγάλο στρατό, χρωματιστές σημαίες, στολισμένους ελέφαντες, τύμπανα 
και χρυσοποίκιλτες ομπρέλες για να καταλάβει το Μπουμπουνιστάν. Ο 
αρχιστράτηγος, ο μέγας αυλάρχης και ο υπερμάγειρας, οι πιο γενναίοι 
άνθρωποι του βασιλιά, ανέλαβαν να του πουν με τρόπο τα νέα.
«Γενναιότατε, σας παραγγείλαμε μια φοβερή πανοπλία, νέας τεχνολογίας. 
Μόνο που θα σας δουν οι εχθροί – λέμε τώρα - θα το βάλουν στα πόδια. 
Πρέπει όμως επειγόντως, να τρέξουμε γρήγορα, να την προβάρετε σβέλτα, 
γιατί..... φτάνουν».
Μόλις ο γιος του σιδερά αντίκρισε το βασιλιά με τον αρχιστράτηγο, 
το μέγα αυλάρχη, τον υπερμάγειρα και όλους τους παρατρεχάμενους να 
φτάνουν στο σιδεράδικο τρελάθηκε. Παράτησε τους βόλους του στη μέση του 
δρόμου και έτρεξε στην καλύτερή του φίλη, την Εχεμύθεια. «Μάντεψε 
ποιος ήρθε να δοκιμάσει πανοπλία στου πατέρα μου.... ο Μπουμπουνόκαρδος 
ο Μέγας!» Σε πέντε λεπτά όλα τα παιδιά του Μπουμπουνιστάν, οι γονείς τους, 
τα άλογα και τα σκυλιά τους στριμώχνονταν έξω από το σιδεράδικο. 
Οι πίσω – πίσω, με τα κουτσούβελα στους ώμους, σηκώνονταν στα δάχτυλα 
των ποδιών μήπως δουν. Ο βασιλιάς άκουσε τη φασαρία και πρόσταξε να 
τον τσουλήσουν έξω. Ήθελε να δοκιμάσει την καινούρια του πανοπλία με ρόδες.
Το διαμαντένιο ατσάλι άστραψε στον ήλιο τυφλώνοντας την κοσμοπλημμύρα. 
«Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι» φώναξε ένας λούστρος 
σανδαλιών υψώνοντας δυναμικά τη γροθιά του. Ο Μπουμπουνόκαρδος 
ικανοποιημένος ανοιγόκλεισε τα μικροσκοπικά του πατζούρια. «Μια τον 
βλέπω, μια χάνεται» ξεφώνισε μια γυναίκα που είχε ποδοπατήσει πέντε - έξι 
για να βρεθεί δίπλα του. Ο βασιλιάς προσπάθησε (το μέταλλο σίγουρα ήθελε 
λάδωμα) να σηκώσει το χέρι για να τη χαιρετήσει. Τα πλήθη ενθουσιασμένα 
σπρώχνονταν να τον φτάσουν, τα παιδιά άπλωναν τα χέρια τους ν΄ 
αγγίξουν την πανοπλία, ζητωκραύγαζαν, έριχναν στρακαστρούκες, κυλούσαν 
τον Μπουμπουνόκαρδο, τον γυρίζανε προς το μέρος τους, τον επευφημούσαν. 
Εκείνος, που πρώτη φορά έπαιρνε αγάπη από το λαό του, αφέθηκε ευτυχισμένος 
στο στροβίλισμα. Ο αρχιστράτηγος, ο μέγας αυλάρχης και ο υπερμάγειρας, ήταν 
οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι του βασιλιά.
Στο μεταξύ, οι αλεπούδιοι θεωρούσαν την νίκη βέβαιη. Ο αρχηγός της 
αντικατασκοπίας άρπαξε την ευκαιρία να στείλει ένα μαθητευόμενο κατάσκοπο, 
να ρίξει μια ματιά, απλά για εμπειρία. Σκαρφαλωμένος στο ψηλότερο 
καμπαναριό της πόλης, ο κατάσκοπος είδε όσα συνέβαιναν έξω από το 
σιδεράδικο και άρχισε να τρέμει πανικόβλητος. Με κομμένη την ανάσα γύρισε 
να δώσει αναφορά στον αρχηγό του. Εκείνος έτρεξε μεμιάς στον υπουργό, που 
έσπευσε να δει τον μέγα επιτελάρχη, που πρόλαβε τον αυτοκράτορα την 
ώρα που επιθεωρούσε περήφανος τους στρατιώτες του. «Εξοχότατε» στήθηκε 
κλαρίνο ο μέγας επιτελάρχης, «σύμφωνα με πληροφορίες της τελευταίας στιγμής, 
ο μεγαλειότατος βασιλιάς Μπουμπουνόκαρδος ο Μέγας είναι ανίκητος! Έχει μια 
πανοπλία που πετά αστραπές και βροντές! Μπορείτε να φανταστείτε; Προχωράει 
δίχως να κουνά τα πόδια του! Τον ακολουθούν μυριάδες με πολεμικές κραυγές, 
μέχρι και μικρά παιδιά!»
Ο αυτοκράτορας κοίταξε, ζαρώνοντας τα φρύδια, τον θώρακα με τις ασημένιες 
φολίδες που φόραγε, το χρυσό αετό (λάφυρο της περσινής εκστρατείας) που 
έλαμπε στη μέση, τις βαρύτιμες επωμίδες και τις πλουμιστές περικνημίδες του 
που τόσο καμάρωνε. Γύρισε κακοκαρδισμένος προς το στράτευμα, ύψωσε 
το ξίφος του και βροντοφώναξε «Μετααααβολή!»



1 σχόλιο:

Ψάχνετε ακόμα ;

Φίλοι και γνωστοί !