( Γράφτηκε από την Ροζίτα )
πράσινο του δάσους, που απλώνεται απέραντο και απομονωμένο σε
απόσταση πάνω από 100 χιλιόμετρα από το Τζιμπουτί. Στην άκρη του
χωριού βρίσκεται το κτίριο του ιατρικού κέντρου. O Στέφανος ετοιμάζει
βιαστικά τη βαλίτσα του μέσα στο δωμάτιό του. Σε λίγο θα έλθει το
φορτηγάκι να τον πάρει. Έχει μεγάλο ταξίδι να κάνει. Πρέπει να προλάβει
την απογευματινή πτήση για Αθήνα.
Δείχνει ταραγμένος και ανήσυχος. Μέσα στο μυαλό του στριφογυρίζει το
Δείχνει ταραγμένος και ανήσυχος. Μέσα στο μυαλό του στριφογυρίζει το
όνειρο που είδε το βράδυ. Ήταν τόσο περίεργο και τόσο ζωντανό.
Τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά που είδε; Γιατί νοιώθει τόσο αναστατωμένος;
«Να το τεράστιο κτήμα τους με τις ροδακινιές!
Ο πατέρας βαδίζει μπροστά και πίσω του ο Στέφανος. Εκείνος δείχνει να είναι
«Να το τεράστιο κτήμα τους με τις ροδακινιές!
Ο πατέρας βαδίζει μπροστά και πίσω του ο Στέφανος. Εκείνος δείχνει να είναι
νέος και δυνατός και ο ίδιος ένα παιδόπουλο 15χρονο.
Μα γιατί δε μοσχομυρίζουν οι ροδακινιές τους όπως άλλοτε; Γιατί δεν ακούει
Μα γιατί δε μοσχομυρίζουν οι ροδακινιές τους όπως άλλοτε; Γιατί δεν ακούει
τα τζιτζίκια;
Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι ο πατέρας λέει:
-Μέχρι το απόγευμα πρέπει να έχουμε αδειάσει 200 δέντρα.
Δεν απαντάει, η φωνή του δε βγαίνει.
Τι παράξενα που είναι όλα! Γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω;
Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι ο πατέρας λέει:
-Μέχρι το απόγευμα πρέπει να έχουμε αδειάσει 200 δέντρα.
Δεν απαντάει, η φωνή του δε βγαίνει.
Τι παράξενα που είναι όλα! Γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω;
Που χάθηκαν όλοι;
Δουλεύουν για πολλές ώρες οι δυο τους. Κάποια στιγμή ακούει μια φωνή:
-Λεβέντες, γεια χαρά, καλή δύναμη! Μια χάρη θέλω από σας.
Είναι ο μπάρμπ’ Αντώνης, φίλος του πατέρα, έχει το κτήμα του δίπλα στο
Δουλεύουν για πολλές ώρες οι δυο τους. Κάποια στιγμή ακούει μια φωνή:
-Λεβέντες, γεια χαρά, καλή δύναμη! Μια χάρη θέλω από σας.
Είναι ο μπάρμπ’ Αντώνης, φίλος του πατέρα, έχει το κτήμα του δίπλα στο
δικό τους. Αλλά κι αυτός…είναι νέος..παληκάρι..
-Με ειδοποίησαν ότι η κυρά έπεσε και χτύπησε. Πρέπει να την πάω στη Λάρισα.
-Με ειδοποίησαν ότι η κυρά έπεσε και χτύπησε. Πρέπει να την πάω στη Λάρισα.
Αύριο όμως έρχεται ο έμπορας κι έχω ακόμα 100 δέντρα ν’ αδειάσω.
Σε σας στηρίζομαι.
Μένουν μόνοι τους πάλι.
-Θα πάω εγώ, πατέρα…
-Και το δικό μας περιβόλι; ο πατέρας ρωτάει συνεχίζοντας να έχει στραμμένο
Μένουν μόνοι τους πάλι.
-Θα πάω εγώ, πατέρα…
-Και το δικό μας περιβόλι; ο πατέρας ρωτάει συνεχίζοντας να έχει στραμμένο
το κεφάλι προς τα δέντρα.
-Και του φίλου σου;
Τότε γυρίζει το κεφάλι και ο Στέφανος βλέπει το πρόσωπό του. Δεν του φαίνεται
-Και του φίλου σου;
Τότε γυρίζει το κεφάλι και ο Στέφανος βλέπει το πρόσωπό του. Δεν του φαίνεται
πια νέος, είναι ο πατέρας του όπως τον θυμάται στα τελευταία χρόνια.
-Στέφανε, για να μπορείς να βοηθάς το άλλο περιβόλι πρώτα πρέπει να νοικοκυρεύεις
-Στέφανε, για να μπορείς να βοηθάς το άλλο περιβόλι πρώτα πρέπει να νοικοκυρεύεις
το δικό σου. Αυτό θα σου δίνει δύναμη και σιγουριά για να μπορείς να δίνεις βοήθεια
και στο άλλο περιβόλι.
-Και του φίλου σου; επιμένει.
Όμως ο πατέρας προχωράει ανάμεσα στα δέντρα και χάνεται.»
Ο Στέφανος ξαφνικά συνέρχεται, δυο μικρά χέρια αγκαλιάζουν τα πόδια του και
-Και του φίλου σου; επιμένει.
Όμως ο πατέρας προχωράει ανάμεσα στα δέντρα και χάνεται.»
Ο Στέφανος ξαφνικά συνέρχεται, δυο μικρά χέρια αγκαλιάζουν τα πόδια του και
μια παιδική φωνή του λέει:
-Γιατρέ Στέφανε, που θα πας;
Αναγνωρίζει τη φωνή του 5χρονου Τιέχο.
-Φεύγω για την Αθήνα, αλλά σε 10 μέρες θα είμαι πίσω.
-Δε θα γυρίσεις, γιατρέ Στέφανε.
-Γιατρέ Στέφανε, που θα πας;
Αναγνωρίζει τη φωνή του 5χρονου Τιέχο.
-Φεύγω για την Αθήνα, αλλά σε 10 μέρες θα είμαι πίσω.
-Δε θα γυρίσεις, γιατρέ Στέφανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου