(Γράφτηκε από την Αγγελική)
Πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπά, αλλά εσύ έχεις ανοιχτά τα μάτια από ώρα.
Σηκώνεσαι νωχελικά.
Πεταμένοι δίσκοι στο πάτωμα.
Μια καρέκλα αναποδογυρισμένη.
Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα.
Το τέλος της γιορτής.
Ανοίγεις την κουρτίνα.
Το βλέμμα σκαλώνει, δεν μπορεί να ταξιδέψει
Από τ’ ανοιχτό παράθυρο πας να κάνεις πως ρουφάς τη ζωή.
Στο απέναντι μπαλκόνι καθρεφτίζεται το είδωλό σου:
Μια ρόμπα, οι παντόφλες, το άγρυπνο βλέμμα.
Ανεβαίνεις στην ταράτσα, αναζητώντας λίγο ουρανό.
Ασημόχρυσες ανταύγειες προσπαθούν να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα σύννεφα.
Δεν μπορείς να λάβεις το μήνυμα που τόσες αντένες σου στέλνουν.
Η σκόνη του χρόνου τυλίγει το γκρι –της καρδιάς σου, της πόλης;
Η πολιτεία γυμνή απλώνεται κάτω από τα πόδια σου.
Σε μια γωνιά του μπαλκονιού σου ανάμεσα στις πλάκες,
πάει να ανασάνει ένα χορταράκι.
Αναστενάζεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου