(Γράφτηκε από την Μαρία X.)
7.30 π.μ. Το ξυπνητήρι χτυπάει και σηκώνομαι κουρασμένη. Στο σπίτι μας έχει
ήδη φτάσει η Αλβανίδα που μας καθαρίζει. Ακούγεται ο ήχος της σκούπας και
φτάνει μέχρι το δωμάτιο η μυρωδιά των καθαριστικών. Τώρα θα την πετύχω στο
διάδρομο και θα αρχίσει τις καλημέρες. Βιάζομαι τρομερά. Θα μου λέει ιστορίες
ατέλειωτες για τα δύο παιδιά της κι εγώ θα προσπαθώ να τελειώσω την κουβέντα
για να μην καθυστερήσω. Πώς θα γίνει να αποφύγω τη συνάντηση μαζί της;
Ετοιμάζομαι όσο πιο ήσυχα μπορώ και ανοίγω αθόρυβα την πόρτα.
Τον βλέπω ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Έχει πιάσει κουβέντα
Τον βλέπω ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Έχει πιάσει κουβέντα
με έναν αλλοδαπό. Ρίχνω μια βιαστική ματιά και συνεχίζω το δρόμο μου.
περιμένω να μου ανοίξουν. Ευτυχώς είναι στην τσάντα μου. Μπαίνω στο σπίτι
και μου έρχεται μια έντονη δυσοσμία από καμένα λαχανικά και κακομαγειρεμένο
σκόρδο. Τι στο καλό φτιάχνουν πάλι αυτοί στο υπόγειο; Ορμάω και κλείνω
ερμητικά όλα τα παραθυράκια των φωταγωγών. Επιτέλους… Θα ηρεμήσουμε
λιγάκι. Χαιρετάω και ρωτάω τι ώρα θα είναι έτοιμο το φαγητό. Βιάζομαι να
ξαναφύγω. Κάθομαι στον υπολογιστή να φτιάξω τις ασκήσεις για το απογευματινό
μάθημα.
Τον βλέπω στην οθόνη. Εκεί, στα νέα του in.gr. Ένας λευκός ανάμεσα σε έγχρωμους.
Τον βλέπω στην οθόνη. Εκεί, στα νέα του in.gr. Ένας λευκός ανάμεσα σε έγχρωμους.
Τι προσπαθεί να καταφέρει; Πολύ επιδειξίας ο τύπος. Βγαίνω από το διαδίκτυο και
ανοίγω το πρόγραμμα να γράψω.
9 μμ. Βρέχει καταρρακτωδώς. Ευτυχώς επέστρεψα εγκαίρως. Θα γινόμουνα
9 μμ. Βρέχει καταρρακτωδώς. Ευτυχώς επέστρεψα εγκαίρως. Θα γινόμουνα
μούσκεμα και ποιος ξέρει τι κρύωμα θα άρπαζα. Κλείνω τα τζάμια να μην μπουν
οι σταγόνες που φτάνουν απειλητικά κοντά στο παρκέ.
Εκείνος μόλις έχει βγει από το σπίτι. Προχωρά με ταχύτητα, διαλέγοντας τα
Εκείνος μόλις έχει βγει από το σπίτι. Προχωρά με ταχύτητα, διαλέγοντας τα
πεζοδρόμια που σκεπάζονται από υπόστεγα. Κρατάει έναν μεγάλο σάκο.
Παίρνει το λεωφορείο. Τα έχει καταφέρει μέχρι τώρα και ο σάκος του είναι
αλώβητος. Κατεβαίνει στην Πειραιώς και μπαίνει στα στενά δρομάκια.
Τους βρήκε. Ανοίγει το σάκο και μοιράζει τα αδιάβροχα. Ένας από αυτούς
έχει μείνει χωρίς το πολύτιμο ρούχο. Εκείνος βγάζει το δικό του και το δίνει.
Φεύγει τρέχοντας να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο. Θα γίνει μούσκεμα.
Δεν πειράζει. Φτάνει στο σπίτι. Σίγουρα χρειάζεται να αλλάξει ρούχα. Αλλά
ήσυχα, δεν πρέπει να ξυπνήσει αυτούς που κοιμούνται. Πέφτει για ύπνο με μια
τελευταία σκέψη. Κρίμα να μην τους χωράει όλους το μικρό του σπιτάκι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου