(Γράφει η Μαριέττα)
Χρόνια κλεισμένο σ΄ένα κουτί. Σ΄ένα μικρό αλαβάστρινο κουτάκι με βυσσινί
βελούδο και περίτεχνα ανατολίτικα σχέδια. Στο σκοτάδι. Ξεχασμένο από τις
γυναίκες της οικογένειας και τα δάχτυλά τους. Σχεδόν είχα ξεχάσει και εγώ το
ίδιο από πού ξεκίνησα. Ποιο κορίτσι με πρωτοφόρεσε. Αμυδρά θυμάμαι μόνο
ήχους κουζίνας, κουτάλες να χτυπούν επάνω μου, παγωμένο το νερό της βρύσης,
ζεστά ταψιά και τεντζερέδες και κάποτε ένα μικρό ποδηλατάκι που με πάτησε
και μια βραχνή γυναικεία φωνή που ανήσυχη για την τύχη μου μ΄αναζήτησε.
Και έπειτα για χρόνια σιωπή μέσα στο κουτί. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσα.
Όταν μπήκε φώς έπειτα από καιρό, σάστισα.
Ένα μικρό προσωπάκι μ΄ανακάλυψε κι ένιωσα τα υγρά παιδικά χέρια να με
περιεργάζονται με ανυπομονησία και περιέργεια. Με φόρεσε και της έπεφτα
μεγάλο. Με «έντυσε» στο κάτω μέρος μου με κλωστή ώστε να της χωρώ.
Από τότε δεν με αποχωρίζεται ποτέ. Απέκτησα ξανά ζωή. Ακούω καθημερινά
πρωινές παιδικές φωνές, γέλια, περίεργες ησυχίες και μουσικές, πολλές μουσικές…
Ξέρω να αναγνωρίζω την αίσθηση του μολυβιού, της μαθητικής κόλλας, της
μπάλας, του αρώματος, του σεντονιού, του ξένου χεριού, του ιδρώτα επάνω μου.
Όλα γνώριμα. Ξανά νέο, ξανά αγαπημένο. Σχεδόν ποτέ δεν βγαίνω απ΄το δάχτυλό
της και δεν ξαναμπήκα στο κουτί, ούτε ένιωσα έκτοτε το αποπνικτικό σκοτάδι, παρά
μόνο το βράδυ αλλά κι αυτό γλυκά, από την ασφάλεια που μου δίνει η θέση μου στο
μικρό τούτο κοριτσίστικο παράμεσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου