(Γράφει η Μαγδαλένα)
Και ξαφνικά βρέθηκα έξω απ’ την τσάντα της Μαρίας και τη ζεστή ασφάλειά
της. Είμαι καιρό εκεί και περιμένω πότε θα βρεθώ στα μαλλιά της ή στα χέρια
της, στα δάχτυλά της. Χαζεύω τα δάχτυλα της όταν ανοίγει την τσάντα και
περιμένω πως και πως. Που και που αλλάζω θέση, ταξιδεύω στο σπίτι, μπλέκομαι
στους ήχους και στις μυρωδιές του σπιτιού αλλά ποτέ στα μαλλιά της.Υπάρχουν
κι’ άλλα αδερφάκια μου παντού στο σπίτι, στην τσάντα, τόσα που περιμένουν να
πρωταγωνιστήσουν σ’ ένα χτένισμα της. Ίσως αν ήμουν πιο φανταχτερό, πιο
πολύχρωμο, ποιος ξέρει μπορεί να με χρησιμοποιούσε πιο πολύ.
Ώρες-ώρες εύχομαι να’ χα φωνή και σαν άνοιγε την τσάντα να έλεγα: «Εεε Μαρία
τι λες να πάρω λίγο θέση στα μαλλιά σου; Δεν είναι κρίμα να στα τραβάει η μικρή
και εγώ να τραβώ τα βάσανά μου στριμωγμένο στην τσάντα σου;» Ε λοιπόν τελείωσε,
θα βγω στο φως και στα μαλλιά της! Θα πλεχτώ στο μανίκι της όταν ανοίξει την τσάντα,
θα μαγκώσω με τις άκρες μου το μικρό της δαχτυλάκι, δεν ξέρω, πρέπει να
καταστρώσω το σχέδιο μου, σημασία έχει να βγω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου