(Γράφει η Μελίνα)
Υπάρχουν δαχτυλίδια που πηγαίνουν από μάνα σε κόρη και είναι μεγάλης ηλικίας.
Εγώ είμαι σχετικά καινούριο, αλλά νιώθω σπουδαίο. Ένωσα δύο ανθρώπους και
με τον καιρό δέθηκα και εγώ μαζί τους. Τους παρατηρώ κάθε μέρα, ώρα και λεπτό.
Βλέπω πως αλλάζουν οι συνήθειές τους και τι σημαίνουν για αυτούς οι λέξεις
γάμος, παιδιά, οικογένεια. Όταν ξεγλιστρώ απ’ τα δάχτυλα της Παναγιώτας είμαι
μόνο μου. Νιώθω βαρύ σαν πέτρα, μέσα στα χέρια των ανθρώπων που με
περιεργάζονται με το ψυχρό τους βλέμμα, λες και είμαι άψυχο.
Ελπίζω να μ’ αγαπάει και ’κείνη το ίδιο. Μακάρι να μπορούσα να το μάθω. Τότε,
δεν θα φοβόμουν τίποτα, ούτε τις πιο λαμπερές και αστραφτερές βέρες, ούτε τα
οικογενειακά κειμήλια. Ίσως να μην αξίζω πολλά για τις κυρίες του καλού κόσμου,
είμαι όμως αρκετό για αυτούς, με τους οποίους είμαι βαθιά συναισθηματικά δεμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου