Ξύλo
Θυμάμαι θα ήμουν 7-8 χρονών όταν για πρώτη φορά πήγα με τον μπαμπά στο ξυλουργείο του κυρίου Σωκράτη, δυο στενά από το σπίτι μας, για να παραγγείλουμε τα έπιπλα του καινούργιου μου δωματίου. Η βαρειά μυρωδιά από φρεσκοβαμμένο ξύλο είναι ακόμα έντονη στη μνήμη μου, όπως και η γεύση της καραμέλας κεράσι που μου είχε προσφέρει η κυρία Νίτσα, η γυναίκα του, που εκτελούσε χρέη πωλήτριας στο μαγαζί.
Ξεγλίστρησα απ’ το χέρι του μπαμπά και κατευθύνθηκα προς την μισάνοιχτη πόρτα πίσω από μια μπερζέρα. Κατέβηκα την στενή, μισοσκότεινη σκάλα προσεκτικά, σέρνοντας το αριστερό μου χέρι στον τοίχο και προσπαθώντας να αποφύγω τα τριξίματα που κάθε σκαλί έκανε κάτω από τα παπούτσια μου. Φτάνοντας στο υπόγειο η έντονη μυρωδιά πριονιδιού και η σκόνη που απλωνόταν παντού μ’ έκαναν να βήχω.
- Επ! Ποιος είσαι εσύ; Ο κύριος Σωκράτης εμφανίστηκε πίσω από έναν μπουφέ!
- Εγώ, ο Πλάτωνας, ήρθα με τον μπαμπά …
- Βρε, βρε ο Πλατωνάκος! Τι κάνεις, αγόρι μου;
- Καλά … Τι κάνετε εδώ κάτω; τον ρώτησα όλο περιέργεια
- Εδώ φτιάχνω τα έπιπλα που βλέπεις επάνω.
Τότε γύρισα το βλέμμα μου και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σ’ έναν χώρο γεμάτο μισοτελειωμένα έπιπλα και λογής – λογής εργαλεία ακουμπισμένα ακατάστατα επάνω σε πάγκους, έπιπλα, παντού.
Θυμάμαι να γουρλώνω τα μάτια κι εκείνος γελώντας άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό μου. Ήταν άγριο και σκληρό, γεμάτο ρόζους, όμως μεγάλο και ζεστό.
- Έλα να δεις, μου είπε και σταθήκαμε μπροστά σ’ ένα κούτσουρο. Γονατίσαμε κι εκείνος το χάιδεψε σχεδόν τρυφερά, σχεδόν σαν να φοβόταν μην το πληγώσει … Τα δάχτυλά του έμοιαζαν με τον τραχύ κορμό, τσαλακωμένα, άνυδρα.
- Ξέρεις τι είναι αυτό;
- Τίποτε, ένα κούτσουρο, απάντησα κι ένιωσα όπως στο σχολείο, που κάθε τέτοια φαινομενικά εύκολη ερώτηση απ’ τον δάσκαλο, είναι συνήθως ύποπτη.
- Όχι, είναι ένα σεντούκι. Δηλαδή δεν είναι ακόμα, αλλά θέλει να γίνει.
- Κι εσείς πού το ξέρετε;
- Σσστ … μου το είπε … ψιθύρισε ο κύριος Σωκράτης και σκύβοντας έφερε το αυτί του μερικά εκατοστά πάνω απ’ το ξύλο.
- Αφουγκράσου … ακούς την ανάσα του;
- Όχι … δεν …
- Σσσστ … μ’ έκοψε, μη μιλάς, άκου μόνο.
Φαίνεται πως το ύφος μου είχε αλλάξει και ο κύριος Σωκράτης μου χαμογέλασε καλόκαρδα.
- Είναι η νύμφη του … τις κάνατε στην μυθολογία;
- Ποιες;
- Τις Αμαδρυάδες νύμφες. Κάθε δέντρο που γεννιέται έχει την νύμφη του. Αυτή είναι η ψυχή του δέντρου. Το δέντρο είναι ζωντανό΄ και το κούτσουρο που βλέπεις είναι ζωντανό, έχει ψυχή, μιλάει, έχει μια μορφή κρυμμένη μέσα του που περιμένει να την ελευθερώσεις κόβοντας όλα τα περιττά κομμάτια απ’ το σώμα του με το σκαρπέλο και τη ματσόλα σου. Πρέπει, όμως, να μπορείς να ακούς, κι όταν ακούσεις η μορφή ξεπετιέται μπροστά στα μάτια σου με όλες τις λεπτομέρειές της και όλες τις χάρες της΄ μόνο σ’ εσένα που άκουσες χαρίζεται΄ μόνο σ’ εσένα που έχεις πόθο, ίμερο, ιμεράκιον, μεράκι … Καταλαβαίνεις;
Δεν ξέρω αν τεχνηέντως μου τα είπε όλα αυτά, πάντως φαίνεται πως εκείνη η συνάντηση με σημάδεψε. Σήμερα είμαι διακοσμητής εσωτερικών χώρων και ακόμα οι Νύμφες μου μιλούν … προδίδουν τα μυστικά του χώρου, σ’ ένα ιερό τελετουργικό όπου όραση, όσφρηση και αφή με μπολιάζουν με τον παλμό του … μου χαρίζονται με πόθο, γιατί ξέρω να τις ακούω …
Μέταλλο – Φωτιά
«Είμαι σιδεράς, και ο πατέρας μου σιδεράς ήταν και o παππούς και ο προπάππους και όλοι οι άντρες πίσω μια γραμμή। Σκληρή δουλειά, θέλει δύναμη, θέλει μπράτσα γερά, αντρίκια, σμιλεμένα, δεν είναι δουλειά για κοριτσάκια।
Κάγκελα φτιάχνω για τα καινούργια εξοχικά. Αυτά ζητάνε, πάει το τσεκούρι, πάει και το αλέτρι. Μού’ ρχονται παραγγελιές και απ’ τα διπλανά χωριά, καμμιά φορά και απ’ την πόλη. Ανοίγω και κανένα παλιό βιβλίο από τους αρχαίους και ξεσηκώνω σχέδια. Η κάθε δουλειά θέλει τον μάστορά της κι εγώ είμαι μάστορας.
Η βαριά δεν ξεκολλάει απ’ το χέρι μου΄ ότα κοιμάμαι κάτι λείπει΄ πετάγομαι ιδρωμένος «όνειρο ήτανε» λέω «θα’ τανε ο πισινός μου ξέσκεπος», κάνω το σταυρό μου και μπρουμυτίζω μη δω κι άλλα τέτοια.
Κάθε πρωϊ πρι ξημερώσει τρώγω ένα πιάτο ζεστό τραχανά, βάζω την ποδιά μου και πάω στ’ αργαστήρι. «Τέχνη Εντός» το λέω. Καλημερίζω το αμόνι μου και τα σίδερα που περιμένουν στοιβαγμένα και παγωμένα στη γωνιά. Παγωμένα, τώρα, για κάτσε να τα δεις άμα μπουν στο φούρνο΄ αλλάζει το χρώμα τους, το σχήμα τους, όλα. «Έτσι θα πρέπει να μοιάζει το κέντρο της γης» είχα πει σε έναν που είχε έρθει από την Αθήνα να μου μιλήσει. Θα μ’ έδειχνε, λέει, στην τηλεόραση στα «επαγγέλματα που χάνονται». Μου’ πε η κυρά να βάλω την καλή, την καθαρή ποδιά μου. «Είσαι με τα σωστά σου, κυρά;» της είπα «πώς θα χαθώ με τα καλά μου;». «Εσύ είσαι ποιητής» μου είπε ο Αθηναίος «δεν είσαι σιδεράς». Σκέψου, λέει να του έλεγα κιόλα πως τo σίδερο μου μιλάει΄ πιότερο για τρελλό θα με είχε παρά για χαμένο!
Αλήθεια λέω, μου μιλάει. Μόλις το βγάλω απ’ τη φωτιά και το βαράω με τη βαριά, η ανάσα μου γίνεται ένα με τη δική του. «Δώσε» μου λέει «χτύπα με, κάμε με, βγάλε με στο φως …»
Πρέπει να τ’ αγαπάς το σίδερο, να λιώνεις ότα καίει, να λυγίζεις ότα μορφαίνει. Πρέπει να το ακούς. Τέχνη θέλει κι αυτό …
Γη – Νερό
Σεπτέμβριος ήταν όταν ξεκίνησα τα μαθήματα αγγειοπλαστικής στον πολυχώρο «Τεχνηέντως». Λεπτό τιραντάκι, κοντή φούστα, πέδιλο. Η αίθουσα μικρή, λευκή, φωτεινή με 8-10 ατομικά θρανία και έργα ζωγραφικής κρεμασμένα στους τοίχους – μάλλον από μαθητές. Σε 10 λεπτά η αίθουσα είχε γεμίσει μόνο γυναίκες. «Τόση μοναξιά;» σκέφτηκα και γέλασα στην διπλανή μου με συμπάθεια.
Σε λίγο μπήκε και η εισηγήτρια, ένα κορίτσι περίπου στην ηλικία μου, γύρω στα 30: μαύρα μακριά μαλλιά, έντονα βαμμένα μάτια, σκουρόχρωμα νύχια, σκουρόχρωμα ρούχα. Απόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών με μεταπτυχιακά στην Φλωρεντία – όπως έγραφε το πρόγραμμα. Στάθηκε απέναντί μας κόντρα στο απογευματινό φως που εισέβαλε στο δωμάτιο και άρχισε να μας μιλάει με ηχητικό φόντο τον Pavarotti στο “nessun dorma”.
«Καλησπέρα κυρίες μου! Εγώ είμαι η Αναστασία και θα βρισκόμαστε εδώ μία φορά την εβδομάδα για αρκετούς μήνες. Δεν ξέρω πόσες από εσάς γνωρίζουν γιατί πραγματικά βρίσκονται εδώ, ελπίζω, όμως, στο τέλος αυτού του κύκλου να έχετε ανακαλύψει κάτι που ίσως σας κάνει λίγο διαφορετικές. Θα δούμε! … Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν.
… » Μπροστά σας σε κάθε θρανίο βρίσκεται ένα μακρόστενο κομμάτι ύφασμα. Θέλω να το πάρετε και να το δέσετε στα μάτια σας, ώστε να μην μπορείτε να δείτε τίποτε. Πολύ ωραία … ναι, ναι κυρία μου, αυτό, σαν να είστε 6 χρονών και να παίζετε τυφλόμυγα!»
Υπόκωφα βήματα πέρασαν δίπλα μου και μετά παραδίπλα και παραδίπλα. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής συνέχισε:
«Μπράβο, κορίτσια. Τώρα θέλω να απλώσετε τα χέρια σας μπροστά σας στο θρανίο και να πιάσετε αυτό που θα βρείτε … Κυλήστε το στο πρόσωπό σας, στο μάγουλο, στο μέτωπο, στο πηγούνι και αντίστροφα. Ακουμπήστε το στη μύτη σας … εισπνεύστε βαθειά, αναπνεύστε το. Δώστε χρόνο στην οσμή να φτάσει από τα ρουθούνια σας μέχρι και το τελευταίο σας κύτταρο … Ωραία …Τώρα περάστε το πάνω απ’ τα χείλη σας, ανοίξτε τα και δαγκώστε λίγο, μασήστε το … δεν είναι τίποτε … πηλός, το πιο αρχαίο υλικό, το πιο πρωτόγονο υλικό … χώμα και νερό. Από αυτό είστε φτιαγμένες, είναι κομμάτι σας και είστε κομμάτι του. Περάστε το σε όλο σας το σώμα, τα μπράτσα, τους καρπούς, τον κορμό, τα πόδια. Παίξτε το στα δάχτυλά σας σαν να ήταν πλαστελίνη. Ζουπήξτε το, στρώστε το, λιώστε το, πλάστε το, στρίψτε το, τρίψτε το, κόψτε το, ενώστε το, τρυπήστε το. Ενωθείτε μαζί του, γίνετε ένα … είστε ένα … Είναι το κορμί που σμιλέψατε, το κορμί που σμιλεύετε … Είναι ο γιος σας, η κόρη σας, ο αγαπημένος σας, ο σύζυγός σας, … ο εραστής σας … Νιώστε τη δύναμή του, τη δυναμική του, τη δυνατότητά του … Και τώρα φέρτε το δίπλα στο αυτί σας, μην το ακουμπήσετε, μόνο πλησιάστε το (χαμήλωσε πολύ τη φωνή της, ο Pavarotti είχε σιγήσει κι αυτός) κρατείστε την αναπνοή σας και ακούστε … σας μιλάει … κάτι θέλει από ‘σας … σσς …»
Μετά από λίγα λεπτά σιωπής ένα χέρι πέταξε από τα μάτια μου το ύφασμα. Η όρασή μου θολή … βρισκόμουν σε έκσταση … σαν την Πυθία που μόλις ολοκλήρωσε τον χρησμό της και εξαντλημένη πέφτει απ’ τον τρίποδα …
Είμαι άδεια … κενή …και ταυτόχρονα γεμάτη. Τα μέσα μου ρούφηξαν τα έξω μου κι έγινα μια άμορφη μάζα. Συρρικνώθηκα σε μια μπάλα πηλού επάνω στο θρανίο. Περιμένω κάποιον να με ακούσει που ψιθυρίζω. Δεν ψιθυρίζω … φωνάζω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου