(Γράφτηκε από την Μαρία Χ.)
Ξεκίνησα. Δεν ξέρω να φεύγω, όπως δεν ξέρω και να έρχομαι. Δεν μπορώ
Ξεκίνησα. Δεν ξέρω να φεύγω, όπως δεν ξέρω και να έρχομαι. Δεν μπορώ
να πατήσω τα πόδια μου, δεν μπορώ να φωνάξω, δεν μπορώ να ρωτήσω πια.
Ο Ανέστης, ο δικός μου Ανέστης, μου πιάνει το χέρι. Με κοιτά, μα εγώ δεν
μπορώ να μιλήσω. Εκείνος θα μείνει εδώ. Εγώ είμαι που φεύγω.
Τα μισόκλειστα μάτια μου σταματούν στις κορνίζες του τοίχου. Πάπυροι, χαμόγελα,
Τα μισόκλειστα μάτια μου σταματούν στις κορνίζες του τοίχου. Πάπυροι, χαμόγελα,
όμορφα πρόσωπα. Το πτυχίο στο χέρι, το μωρό στην αγκαλιά, τα εγγόνια στην πλάτη.
Το γέλιο, το κλάμα, το καινούργιο μας σπίτι… Τι μένει τελικά;
φιγούρα γνώριμη. Η κυρα-Δέσποινα. Η γερόντισσα που έχει ξεμείνει λες από
λάθος στον κόσμο. Με τα πολλά παιδιά και τα αμέτρητα εγγόνια. Η κυρα-Δέσποινα
μόνη σ΄ εκείνο το δυαράκι να μετρά. Με κοιτά και χαμογελά. Θέλω να τη ρωτήσω.
Δεν μπορώ. Η εικόνα χάνεται.
Αναπνέω αργά. Φεύγω. Πρέπει κάτι να πάρω μαζί μου. Τι μου έμεινε όμως;
Αναπνέω αργά. Φεύγω. Πρέπει κάτι να πάρω μαζί μου. Τι μου έμεινε όμως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου