(Γράφτηκε από την Μαρία Χ.)
Κρατώ δυο καρπούς μες στις χούφτες μου.
Τις κλείνω σφιχτά.
Γύρω σιωπή
δεν κοιτώ πουθενά.
Τρέχω σαν ίσκιος
σε δρόμους ολόισιους
μαύρους και ξένους.
Τα όνειρα πρόσεχε.
Τα όνειρα, τη θύμησή σου πρόσεχε.
Μη σου τα πάρουν
μην τα πληγώσουν
μη σου τα κλέψουνε πρόσεχε.
Ανοίγω τις παλάμες μου
και κοιτώ μέχρι το τέλος του βάθους.
Πού πήγαν τα όνειρα;
Πού πήγαν οι θύμησες;
Οι πόνοι πού πήγαν;
Λυγίζω σκυφτά
πάνω απ’ τις γέρικες ρίζες.
Το ξέρω χρόνια ετούτο το δέντρο
κι εκείνο χρόνια γνωρίζει
τον κόσμο.
Δεν έχει πια μανιτάρια στις ρίζες του.
Δεν το ‘χει ταμένο να δώσει.
Μαζεύονται σύννεφα
κι από τα βάθη της γης βγαίνουνε κρότοι αιώνιοι.
Ακουμπώ στα χαράγματα
που ο ίδιος ο χρόνος μας άφησε
κι από το κοίλο του δέντρου
ακούγεται φως να υφαίνει τα σύμπαντα
και μέσα στο φως
η δική μου η άβυσσος.
Ήτανε λάθος.
Η φύση υψώνει τα χέρια της
και ακουμπά στις ολάνοιχτές μου παλάμες
δύο καρπούς.
Άλλη μια ευκαιρία.
Να τρέξω στον κόσμο
ν’ αγγίξω το φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου