( Γράφτηκε από την Ελισσάβετ )
Περνώντας χαρούμενη δίπλα από τη γυαλιστερή βιτρίνα, στάθηκε
να επιθεωρήσει το είδωλό της. Κομψά ντυμένη, μαλλιά «επιμελώς
ατημέλητα», μικρή δερμάτινη τσάντα με τα απολύτως απαραίτητα
για ένα σαββατοκύριακο και ένα υπέροχο λευκό κασκόλ δεμένο
με χάρη στο λαιμό. Δυο ίδια είχε αγοράσει στο προηγούμενο ταξίδι
της. Όχι από αυτό το κατάστημα, από το αντίστοιχο στο duty free της
Φρανκφούρτης. Το ένα ήταν για κείνον! «Θα είναι σα να σε κρατάω
αγκαλιά» του ψιθύρισε τυλίγοντάς το στο λαιμό του.
Έσκυψε μπροστά για να διακρίνει τα μάτια της. Πράσινα, αποφασιστικά,
με κάποιες αδιόρατες ρυτίδες (από το πολύ διάβασμα, γκρίνιαζε η φίλη
της η Άννα). Σε δυο μέρες πατούσε τα τριάντα. Κρίσιμη ημερομηνία,
ιδιαίτερα αν σέρνεις εκκρεμότητες. Και αυτή είχε ακόμα κάποιες.
Μόλις είχε ανοίξει το γραφείο. Μέχρι χτες έτρεχε ν΄ αγοράσει έπιπλα,
να κορνιζάρει διπλώματα, να τυπώσει κάρτες. Όλα μόνη της. Η «σχέση»
είχε μείνει στην Κολωνία. Κάτι μαθήματα εκκρεμούσαν για να πάρει το
μεταπτυχιακό (αν το πάρει...., χωρίς εσένα να βοηθάς, καυτηρίαζε η Άννα).
Μετά θα δουλεύανε μαζί! Θα... (το ρελιέ έπεφτε και έκοβε τις σκέψεις,
μόλις πήγαινε να ονειρευτεί).
Πέρασε από τον έλεγχο και κάθισε στην αίθουσα αναμονής. Διάβασε
διαγώνια, για εκατοστή φορά, το μήνυμα στο κινητό της. «........λυπάμαι,
.....να παραδώσω την εργασία,.....τον άλλο μήνα, σίγουρα». Σφίγγοντας
αδιόρατα τα χείλη το έβαλε στην τσάντα. «Καλά έκανα», βεβαίωσε τον
εαυτό της, «και αποφάσισα να πάω εγώ. Δική μου ανάγκη είναι να
περάσουμε μαζί τα γενέθλιά μου. Άλλωστε, μου αξίζει λίγη ξεκούραση.
Άσε την Άννα να λέει. Ναι, ναι, καλά έκανα. Η ωραιότερη έκπληξη, μετά
από έξι μήνες».
Στη Φρανκφούρτη θα άλλαζε αεροπλάνο για Κολωνία. Το αεροδρόμιο το
γνώριζε σαν τις τσέπες στο χιλιοφορεμένο παιδικό της παλτό. Τρία
χρόνια τώρα, η ίδια διαδρομή. Πήγε στις τουαλέτες να φρεσκαριστεί,
ψώνισε τα βελγικά σοκολατάκια που προτιμά «εκείνος», χάζεψε τα
πρωτοσέλιδα των γερμανικών εφημερίδων, ξεφύλλισε κάποια περιοδικά.
Έμενε ακόμη λίγη ώρα. Τι καλύτερο από ένα ζεστό τσάι στην κουκλίστικη
καφετερία G.... Μαζί την είχαν ανακαλύψει στο πρώτο τους ταξίδι από την
Ελλάδα.
Η κοπέλα με την κατάλευκη κολλαριστή ποδιά ακούμπησε μπροστά της
το δίσκο. Άνοιξε την τσαγέρα και μύρισε ηδονικά το αγαπημένο της τσάι,
με άρωμα μήλο – κανέλα. Πάντα έτσι έκανε. Εκείνος σούφρωνε τη
μύτη με αποδοκιμασία. Κάτι τέτοιες στιγμές έμοιαζε σαν
κακομαθημένο παιδί. Η ψυχή της πλημμύρισε από την σκέψη του, γλύκανε.
Ο χρόνος, μέχρι να τον συναντήσει, της φάνηκε να διαστέλλεται. Έβγαλε το
τηλέφωνο και τον κάλεσε. «Μόνο ν΄ ακούσω λίγο τη φωνή του.
Δεν θα χαλάσω την έκπληξη» σκέφτηκε. Στο σπίτι δεν απαντούσε, το κινητό
του ήταν κλειστό.
Μάζεψε τα πράγματα της. Ήταν ώρα να πάει προς την πύλη. Ξαφνικά
έγινε αναβρασμός. Δυνατά τραγούδια, ακατάληπτες φωνές και γέλια. Μια
ομάδα μεθυσμένων νεαρών, σίγουρα οπαδοί της Φ.Κ. Κολονίας.
Με καραμούζες και τα χαρακτηριστικά κόκκινα καπέλα και κασκόλ της
ομάδας τους περνούσαν αγκαλιασμένοι έξω από την καφετέρια. «Πηγαίνουν
στο Λονδίνο, για τον αγώνα Μάντσεστερ - Φ.Κ. Κολονία» είπε ο διπλανός
κύριος, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το λάπτοπ του. Εκείνη ένευσε
αδιάφορα. Κάπου είχε πάρει το μάτι της, κρίσιμη αναμέτρηση αύριο στο
Τσάμπιονς Λιγκ! Πλησίαζε στην πόρτα, όταν..... ένας από τους νεαρούς
ύψωσε ένα κουτάκι μπύρα και ούρλιαξε στα ελληνικά. «Για την Κολωνία
βρε γαμώτο!» Τα μαλλιά του ήταν πυρόξανθα με αναστατωμένες
τις μπούκλες. Τα μάγουλα κατακόκκινα από την έξαψη. Στο λαιμό του
κρεμόταν άτσαλα, λερωμένο από μπύρα, το υπέροχο λευκό της κασκόλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου