Ξαφνικά μέσα στη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ποιος είναι; Τι συμβαίνει; Ναι;
Μια φωνή ακούστηκε από το σαλόνι: «μαμά θέλω νερό». Ακουμπώ το βιβλίο στο τραπεζάκι και παίρνω το αγγελούδι μου στην αγκαλιά μου. Θα το πιούμε το νεράκι Αστραδενή μου και ύστερα θα κολυμπήσουμε σ’αυτό αγκαλιά με τα όνειρά μας.
Αλλά ξαφνικά το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Κοίταξα την ώρα. Ήταν τρεις το πρωί. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Έτρεξα και το σήκωσα. «Ναι;». Καμία απάντηση.
Τότε η ανησυχία ένιωσα να με περιβάλλει. Ποιος ήταν; Βρήκα διέξοδο στα όνειρά μου…
Κοιμήθηκα με το μυαλό μου στο τηλέφωνο. Η πρώτη μου σκέψη: μήπως ήταν η Σοφία; Ξέρω ότι της έλειψα...ίσως αποφάσισε να πάρει. Θα ξαναπάρει…μπορεί στο ξύπνιο μου να πάρω κι εγώ.
Τελικά αποκοιμήθηκα με τη γλυκιά σκέψη ότι έλειψα στην κόρη μου και ότι θα τηλεφωνηθούμε το πρωί. Επειδή έκανε κρύο, τυλίχτηκα πιο ζεστά κάτω από το πάπλωμα και δεν κουνήθηκα από τον καναπέ όλο το βράδυ. Ξύπνησα με το θόρυβο της τηλεόρασης που είχε χάσει το σήμα ανοικτή όλο το βράδυ. Έψαξα ανάμεσα στα κουτιά με τις πίτσες για να βρω το τηλεκοντρόλ. Μια μικρή λαδωμένη καρτούλα με παιδικά σχέδια είχε μαγκώσει κάτω από το πόδι του καναπέ, ξεχασμένη από παλιά. Με μεγάλα ασουλούπωτα γράμματα: «Γατούλη σ’ αγαπώ πολύ.»
Μου αρέσει πολύ το αποτέλεσμα, παρόλο που έκανα πάλι του κεφαλιού μου χωρίς να διαβάσω αυτά που έγραψαν οι προηγούμενοι !
ΑπάντησηΔιαγραφή