(Γράφτηκε από τον Δημοσθένη )
έμπαιναν από το μικροσκοπικό παράθυρο. Χτυπούσαν τον καλόγερο
στα σκαλιστά του πόδια και τον φθαρμένο από τον καιρό κορμό του.
Έφτιαχναν μια σκιά που έγλειφε το ξύλινο πάτωμα και απλωνόταν ως
το αντικέ γραφείο μου. Καθισμένος στην πολυθρόνα μου, είχα στυλώσει
το βλέμμα στο καπέλο. Εκείνο αναπαυόταν στο ψηλότερο σημείο του
καλόγερου. Το φως μπέρδευε τη ματιά μου. Έβλεπα το καπέλο, πότε αμυδρά ,
πότε καθαρά. Κείνη τη στιγμή η αμυδρότητα της εικόνας του μ’ ενοχλούσε.
Δεν άλλαζα όμως κατεύθυνση στο βλέμμα. Επέμενα να κοιτάζω απέναντι ακόμα
κι όταν το φως μου τύφλωνε τα μάτια. Το καπέλο μου έφερνε στο νου στιγμές
ευτυχίας. Ήθελα να τις ξαναθυμηθώ. Έπρεπε να το ξαναφορέσω.
Να κοιταχτώ στον καθρέφτη όπως τότε. Στις ευτυχισμένες εκείνες στιγμές που
τίποτα δεν με τρόμαζε καθώς το φορούσα. Να περπατήσω στην άσφαλτο,
αδιαφορώντας για το εάν έβρεχε ή όχι. Τι κι αν βρεχόταν εκείνο; Κάθε κακουχία,
θαρρείς ότι το ανανέωνε. Κάθε προστασία που μου πρόσφερε το στίλβωνε με την
αίσθηση του καινούριου. Το καπέλο μου! Ίσως και να το αδικούσα, εάν το ονόμαζα
απλά «Αγαπημένο μου». Κι ας έστεκε για όλους τους άλλους, μήνες ακίνητο στην
ψηλότερη θέση του καλόγερου. Ήταν γιατί , κάθε φορά που αποφάσιζα να
περπατήσω προς τον καλόγερο , όλα διαλύονταν από τη δύναμη της ανάμνησης
και της συγκίνησης που μου είχε προσφέρει, όπως εξαφανίζεται ένα σύννεφο από
το δυνατό βοριά που καθαρίζει τόσο γρήγορα το θολό ουρανό. Κι όμως, έτεινα
μπροστά το σώμα. Τα πόδια ακούμπησαν το ξύλινο πάτωμα. Σήκωσα τα μάτια .
Το σκοτάδι ήδη είχε αρχίσει να αγκαλιάζει το καπέλο. Σηκώθηκα. Ο καθρέφτης
απέναντι έδειξε πως το ντύσιμό μου δεν έδενε με το χρώμα του καπέλου. Ένοιωσα
να προσβάλλω με τη στάση μου το καπέλο. Μετά από δευτερόλεπτα , είδα τα ρούχα
μου να σκίζονται και να στέκω γυμνός απέναντι από τον καθρέφτη. Στο απορημένο
ύφος μου άκουσα έναν θόρυβο. Τρομαγμένος, έτρεξα προς την πόρτα , δίπλα στον
καλόγερο. Τα μάτια μου ξεκουράστηκαν πάνω στο καπέλο. Δεν είχε αλλάξει θέση.
Δειλά-δειλά το χέρι μου το ακούμπησε. Το φόρεσα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Όλα πάνω μου έδειχναν τόσο ταιριαστά μεταξύ τους. Τότε άκουσα τις πρώτες βροντές.
Στερέωσα το καπέλο στο κεφάλι μου. Χαμογέλασα και άνοιξα την πόρτα.
Η νύχτα έξω με περίμενε.
Πολλά επίθετα, κουράζουν, ξεφορτώσου κανένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τέλος σουρεαλιστικό... ή μάλλον όχι. Ξαφνιάζει, βιτσιόζικο, ωραίο!
Μου άρεσε! Βρες χρόνο (και έμπνευση) για να γράφεις. Λ.
ΑπάντησηΔιαγραφή