(Γράφει και εικονογραφεί η Εβίτα)
Οι άνθρωποι της πόλης δεν μιλούσαν ποτέ για τα χρώματα και κανείς δεν ήξερε αν κάποιος τα είχε δει ποτέ στα αλήθεια ή έστω στα όνειρα του.
Στην πόλη αυτή, σε ένα από τα άσπρα σπίτια, ζούσαν μαζί με τους γονείς τους δύο δίδυμα αδέρφια, η Ροζαλία και ο Μωβάκης που αγαπούσαν πολύ τη ζωγραφική. Κάθε μέρα έπαιρναν τα μαύρα μολύβια τους και γέμιζαν ένα σωρό άσπρα χαρτιά με τις ζωγραφιές τους.
Το πρωί της ημέρας των γενεθλίων τους, η μαμά μπήκε στο δωμάτιο τους κρατώντας ένα κουτί.
-Χρόνια πολλά! Αυτό το δώρο σας το έστειλε ο παππούς, τους είπε και τους φίλησε.
Ο Μωβάκης και η Ροζαλία πετάχτηκαν αμέσως από τα κρεβάτια τους. Αγαπούσαν πολύ τον παππού τους που ζούσε σε μία μακρινή πόλη, κι ας μην τον έβλεπαν συχνά. Άνοιξαν γρήγορα το δώρο σκίζοντας το ασπρόμαυρο περιτύλιγμα και έβγαλαν από το κουτί μια κασετίνα με δύο μαύρα μολύβια!
-Ο παππούς ξέρει πόσο σας αρέσει να ζωγραφίζετε, είπε χαμογελώντας η μαμά και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό.
Ο Μωβάκης πήρε τα μολύβια για να τα βάλει πίσω στην κασετίνα όταν ξαφνικά φώναξε:
-Ροζαλία, έλα να δεις! Ένα γράμμα από τον παππού.
Το γράμμα που ήταν κρυμμένο καλά καλά κάτω από τον πάτο της κασετίνας έλεγε:
«Αγαπημένα μου εγγόνια, σας στέλνω μαζί με την αγάπη μου αυτό το δώρο για τα γενέθλιά σας. Ξεκινήστε να χρησιμοποιείτε τα μολύβια όταν θα είστε μόνο οι δύο σας και αφού πρώτα βεβαιωθείτε ότι κανένας δεν σας βλέπει. Τότε θα δείτε κάτι μαγικό! Μη βιαστείτε όμως να το μοιραστείτε με άλλους, αυτό θα είναι το μυστικό μας.
Ο παππούς.»
Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν με απορία.
-Δηλαδή είναι μαγικά τα μολύβια, Μωβάκη; ρώτησε η Ροζαλία τον αδερφό της.
-Δεν ξέρω, πάντως πρέπει να κρατήσουμε το μυστικό. Δεν θα πεις για το γράμμα σε κανέναν ούτε στη μαμά ούτε στη Λευκή, κι ας είναι η καλύτερη σου φίλη. Εντάξει Ροζαλία; ρώτησε ο Μωβάκης
-Ουφ… Δεν μ΄αρέσει να έχω μυστικά από τη Λευκή, αλλά αφού έτσι θέλει ο παππούς, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό, απάντησε άκεφα η Ροζαλία.